Ο Λάζαρος και τα κάλαντα του Λαζάρου ανά περιοχή
Ο Λάζαρος είναι πρόσωπο της Καινής Διαθήκης, φίλος και μαθητής του Χριστού, ο οποίος «ηγέρθη εκ νεκρών» προαναγγέλλοντας την Ανάσταση του Κυρίου. Το όνομα «Λάζαρος» είναι εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού Ελεάζαρ.
Ο Λάζαρος, ο επονομαζόμενος Δίκαιος και Τετραήμερος, ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρίας (η γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού λίγες ημέρες πριν από τη σταύρωση και στη συνέχεια τα σπόγγισε με τα μαλλιά της), με τις οποίες ζούσε στη Βηθανία, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Στο σπίτι τους είχε φιλοξενηθεί επανειλημμένα ο Χριστός, όταν περνούσε από την περιοχή, με κατεύθυνση προς την Ιερουσαλήμ.
Κατά την Καινή Διαθήκη (Ιωάννου ια' 1-44), μια μέρα ο Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Οι αδελφές του ειδοποίησαν τον Ιησού ότι ο φίλος του ασθενεί βαρέως, αλλά εκείνος καθυστέρησε να έλθει. Στους μαθητές του είπε ότι ο φίλος του κοιμήθηκε και ότι θα μεταβεί στη Βηθανία για να τον ξυπνήσει. Όταν έφθασε στη Βηθανία με τους μαθητές του, η Μαρία του παραπονέθηκε ότι αν ερχόταν εγκαίρως δεν θα πέθαινε ο αδελφός της. Τότε, ο Ιησούς δάκρυσε και με φωνή μεγάλη προ του τάφου εκραύγασε: «Λάζαρε δεύρο έξω!» και ανάστησε τον Λάζαρο τέσσερεις ημέρες μετά τον θάνατό του, προκαλώντας τον θαυμασμό των παρισταμένων και το θανάσιμο μίσος των εχθρών του Φαρισαίων (Ιωάννου ια' 45-57).
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λάζαρος ήταν τότε 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Έγινε επίσκοπος Κιτίου στην Κύπρο και πέθανε σε ηλικία 60 ετών. Τον Οκτώβριο του 890 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ' ο Σοφός βρήκε στην Κύπρο το λείψανο του Λαζάρου και το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το τοποθέτησε σε αργυρή θήκη στον ομώνυμο ναό που κτίσθηκε στη βασιλεύουσα. Η ανακομιδή των λειψάνων του εορτάζεται στις 17 Οκτωβρίου. Ο τάφος του Λαζάρου έχει υποδειχθεί μέσα σε βράχο (διαστάσεων 3x3μ.) στο Όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ.
Η ανάμνηση του θαύματος της Ανάστασης του Λαζάρου εορτάζεται από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία το Σάββατο της πέμπτης εβδομάδας («Κουφής») της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και στις 17 Μαρτίου. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εορτάζει το γεγονός στις 17 Δεκεμβρίου.
Κατά την Καινή Διαθήκη (Ιωάννου ια' 1-44), μια μέρα ο Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Οι αδελφές του ειδοποίησαν τον Ιησού ότι ο φίλος του ασθενεί βαρέως, αλλά εκείνος καθυστέρησε να έλθει. Στους μαθητές του είπε ότι ο φίλος του κοιμήθηκε και ότι θα μεταβεί στη Βηθανία για να τον ξυπνήσει. Όταν έφθασε στη Βηθανία με τους μαθητές του, η Μαρία του παραπονέθηκε ότι αν ερχόταν εγκαίρως δεν θα πέθαινε ο αδελφός της. Τότε, ο Ιησούς δάκρυσε και με φωνή μεγάλη προ του τάφου εκραύγασε: «Λάζαρε δεύρο έξω!» και ανάστησε τον Λάζαρο τέσσερεις ημέρες μετά τον θάνατό του, προκαλώντας τον θαυμασμό των παρισταμένων και το θανάσιμο μίσος των εχθρών του Φαρισαίων (Ιωάννου ια' 45-57).
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λάζαρος ήταν τότε 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Έγινε επίσκοπος Κιτίου στην Κύπρο και πέθανε σε ηλικία 60 ετών. Τον Οκτώβριο του 890 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ' ο Σοφός βρήκε στην Κύπρο το λείψανο του Λαζάρου και το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το τοποθέτησε σε αργυρή θήκη στον ομώνυμο ναό που κτίσθηκε στη βασιλεύουσα. Η ανακομιδή των λειψάνων του εορτάζεται στις 17 Οκτωβρίου. Ο τάφος του Λαζάρου έχει υποδειχθεί μέσα σε βράχο (διαστάσεων 3x3μ.) στο Όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ.
Η ανάμνηση του θαύματος της Ανάστασης του Λαζάρου εορτάζεται από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία το Σάββατο της πέμπτης εβδομάδας («Κουφής») της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και στις 17 Μαρτίου. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εορτάζει το γεγονός στις 17 Δεκεμβρίου.
Λαογραφικά
Ο Λάζαρος έχει εμπνεύσει τη λαϊκή φαντασία. Γνωστές είναι οι παροιμίες:
«Με τη φωνή και ο Λάζαρος»
«Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο»
«Κέρινος σαν τον Λάζαρο»
Γενικά, η προσωνυμία «Λάζαρος» δίδεται μεταφορικά σε άτομα που σώθηκαν ανέλπιστα από βέβαιο θάνατο, σε άτομα που θεωρούνταν χαμένα και ξαφνικά επέστρεψαν και σε ανθρώπους καχεκτικούς ή διαρκώς κατηφείς.
Το Λαζαροσάββατο σε πολλά μέρη της Ελλάδας οι νοικοκυρές ζυμώνουν ειδικά ψωμάκια, στα οποία δίνουν το σχήμα ανθρώπου και μάλιστα σαβανωμένου, όπως παριστάνεται ο Λάζαρος στη βυζαντινή εικονογραφία. Τα ψωμάκια αυτά λέγονται λαζάροι, λαζαρούδια, λαζαράκια, λαζόνια, λαζαρέλια κ.α.
Σε ορισμένα χωριά της Κοζάνης (Αιανή, Κρόκος, Λευκοπηγή, Καισαριά, Ροδιανή, Αγία Παρασκευή), ομάδες κοριτσιών και γυναικών, οι «Λαζαρίνες», φορώντας χρωματιστές παραδοσιακές στολές επισκέπτονται τις γειτονιές των χωριών τους και τραγουδούν τα Λαζαράτικα τραγούδια. Στην συνέχεια συγκεντρώνονται στις πλατείες των χωριών τους και χορεύουν ένα χορό με την ονομασία «Τσιντσιρό». Το έθιμο έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία «Παρθένεια» των δωρικών πόλεων του Βορρά, ενώ, στα βυζαντινά χρόνια, συνδέθηκε με την Ανάσταση του Λαζάρου.
Στο χωριό Επίσκεψη της βόρειας Κέρκυρας το έθιμο των Καλάντων του Λαζάρου ξεκινάει με την δύση του ηλίου, την παραμονή της εορτής του Λαζάρου, και διαρκεί μέχρι το ξημέρωμα. Στις γειτονιές του χωριού, από σπίτι σε σπίτι, η τοπική χορωδία, αλλά και πλήθος μικρών και μεγάλων, τραγουδούν τα κάλαντα, που εξιστορούν όλη την ιστορία της νεκρανάστασης του Λαζάρου και κλείνουν με θερμές ευχές. Στο άκουσμα των καλάντων οι νοικοκυρές κερνάνε ντόπιους, σαρακοστιανούς μεζέδες και τοπικό κόκκινο κρασί.
Ανήμερα της εορτής του Λαζάρου, στην πόλη της Κέρκυρας, από τον ναό του Αγίου Νικολάου των Γερόντων και Αγίου Λαζάρου, που πανηγυρίζει, ξεκινούν χορωδιακά σύνολα και με συνοδεία φιλαρμονικών, ψάλλουν τα Κάλαντα του Λαζάρου, σε διάφορα σημεία του ιστορικού κέντρου της πόλης. Στο τέλος, όλες οι χορωδίες συναντώνται στο Παλαιό Δημαρχείο και όλες μαζί ψάλλουν τα κάλαντα της ημέρας.
Στη Ρόδο το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν τον «Λάζαρο». Στα παλιά τα χρόνια, αυτήν την ημέρα, κανένας γεωργός δεν πήγαινε στο χωράφι του να εργαστεί, γιατί πίστευαν, πως ό,τι έπιαναν θα μαραινόταν. Επιτρεπόταν μόνο η συγκέντρωση ξερών κλαδιών για το άναμμα των φούρνων τη Μεγάλη Εβδομάδα για το ψήσιμο των κουλουριών.
«Λαζαρέλ(ι) άμα δε πλάσ(ι)ς, ψουμί δε θα χουρτάσ(ι)ς» λέει η μυτιληνιά παροιμία, για τα «Λαζαρέλια» ειδικά κουλούρια στα οποία δίνουν το σχήμα σαβανωμένου ανθρώπου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις αγιογραφίες. Στο πρόσωπο και στα χέρια πρόσθεταν σταφίδες, σημάδια του θανάτου που νίκησε ο Χριστός με την ανάσταση του μαθητή του. Χρόνια τώρα, τα «Λαζαρέλια» δε φτιάχνονται από τις νοικοκυρές στα σπίτια αλλά το έθιμο τηρείται από τους πολλούς φούρνους της Λέσβου!
Ο Λάζαρος έχει εμπνεύσει τη λαϊκή φαντασία. Γνωστές είναι οι παροιμίες:
«Με τη φωνή και ο Λάζαρος»
«Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο»
«Κέρινος σαν τον Λάζαρο»
Γενικά, η προσωνυμία «Λάζαρος» δίδεται μεταφορικά σε άτομα που σώθηκαν ανέλπιστα από βέβαιο θάνατο, σε άτομα που θεωρούνταν χαμένα και ξαφνικά επέστρεψαν και σε ανθρώπους καχεκτικούς ή διαρκώς κατηφείς.
Το Λαζαροσάββατο σε πολλά μέρη της Ελλάδας οι νοικοκυρές ζυμώνουν ειδικά ψωμάκια, στα οποία δίνουν το σχήμα ανθρώπου και μάλιστα σαβανωμένου, όπως παριστάνεται ο Λάζαρος στη βυζαντινή εικονογραφία. Τα ψωμάκια αυτά λέγονται λαζάροι, λαζαρούδια, λαζαράκια, λαζόνια, λαζαρέλια κ.α.
Σε ορισμένα χωριά της Κοζάνης (Αιανή, Κρόκος, Λευκοπηγή, Καισαριά, Ροδιανή, Αγία Παρασκευή), ομάδες κοριτσιών και γυναικών, οι «Λαζαρίνες», φορώντας χρωματιστές παραδοσιακές στολές επισκέπτονται τις γειτονιές των χωριών τους και τραγουδούν τα Λαζαράτικα τραγούδια. Στην συνέχεια συγκεντρώνονται στις πλατείες των χωριών τους και χορεύουν ένα χορό με την ονομασία «Τσιντσιρό». Το έθιμο έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία «Παρθένεια» των δωρικών πόλεων του Βορρά, ενώ, στα βυζαντινά χρόνια, συνδέθηκε με την Ανάσταση του Λαζάρου.
Στο χωριό Επίσκεψη της βόρειας Κέρκυρας το έθιμο των Καλάντων του Λαζάρου ξεκινάει με την δύση του ηλίου, την παραμονή της εορτής του Λαζάρου, και διαρκεί μέχρι το ξημέρωμα. Στις γειτονιές του χωριού, από σπίτι σε σπίτι, η τοπική χορωδία, αλλά και πλήθος μικρών και μεγάλων, τραγουδούν τα κάλαντα, που εξιστορούν όλη την ιστορία της νεκρανάστασης του Λαζάρου και κλείνουν με θερμές ευχές. Στο άκουσμα των καλάντων οι νοικοκυρές κερνάνε ντόπιους, σαρακοστιανούς μεζέδες και τοπικό κόκκινο κρασί.
Ανήμερα της εορτής του Λαζάρου, στην πόλη της Κέρκυρας, από τον ναό του Αγίου Νικολάου των Γερόντων και Αγίου Λαζάρου, που πανηγυρίζει, ξεκινούν χορωδιακά σύνολα και με συνοδεία φιλαρμονικών, ψάλλουν τα Κάλαντα του Λαζάρου, σε διάφορα σημεία του ιστορικού κέντρου της πόλης. Στο τέλος, όλες οι χορωδίες συναντώνται στο Παλαιό Δημαρχείο και όλες μαζί ψάλλουν τα κάλαντα της ημέρας.
Στη Ρόδο το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν τον «Λάζαρο». Στα παλιά τα χρόνια, αυτήν την ημέρα, κανένας γεωργός δεν πήγαινε στο χωράφι του να εργαστεί, γιατί πίστευαν, πως ό,τι έπιαναν θα μαραινόταν. Επιτρεπόταν μόνο η συγκέντρωση ξερών κλαδιών για το άναμμα των φούρνων τη Μεγάλη Εβδομάδα για το ψήσιμο των κουλουριών.
«Λαζαρέλ(ι) άμα δε πλάσ(ι)ς, ψουμί δε θα χουρτάσ(ι)ς» λέει η μυτιληνιά παροιμία, για τα «Λαζαρέλια» ειδικά κουλούρια στα οποία δίνουν το σχήμα σαβανωμένου ανθρώπου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις αγιογραφίες. Στο πρόσωπο και στα χέρια πρόσθεταν σταφίδες, σημάδια του θανάτου που νίκησε ο Χριστός με την ανάσταση του μαθητή του. Χρόνια τώρα, τα «Λαζαρέλια» δε φτιάχνονται από τις νοικοκυρές στα σπίτια αλλά το έθιμο τηρείται από τους πολλούς φούρνους της Λέσβου!
Τα Κάλαντα του Λαζάρου
Το Σάββατο του Λαζάρου (το Σάββατο πριν από την Κυριακή των Βαΐων) τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα ειδικά κάλαντα (Λαζαρικά) σε διάφορες παραλλαγές, που εξιστορούν την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου.
Τελειώνοντας το τραγούδι τους τα Λαζαράκια, όπως αποκαλούνται οι καλαντιστές της ημέρας, συνεχίζουν με ευχετικούς και επαινετικούς στίχους για το σπίτι και δέχονται ως φιλοδώρημα αυγά που τα τοποθετούν σ’ ένα στολισμένο καλαθάκι (σε κάποιες περιοχές φρούτα ή χρήματα). Τον Λάζαρο τραγουδούν κυρίως κορίτσια σχολικής ηλικίας, τα οποία αποκαλούνται λαζαρίνες, λαζαρίτσες, λαζαρούδισσες κ.α.
Γενικότερα, το Σάββατο του Λαζάρου λαμβάνει χαρούμενο χαρακτήρα, καθώς η έγερση του Λαζάρου προαναγγέλλει την Ανάσταση του Χριστού.
Τα κάλαντα του Λαζάρου
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που 'ν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που 'ν' το στόμα μου, σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.
Παραλλαγή 1
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’ Άγια
Ήρθε ο Χριστός απ’ την Καισαρία
Εκεί έβρισκε Μάρθα και Μαρία
Μάρθα, που ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λένε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά να δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.
Παραλλαγή 2
Αν είναι με το θέλημα
και με τον ορισμό σας,
Λαζάρου την Ανάσταση
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Έβγατε παρακαλούμε,
για να σας διηγηθούμε,
για να μάθετε τι εγίνη,
σήμερα στην Παλαιστίνη.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία·
Λάζαρον τον αδερφό τους
τον γλυκύ και καρδιακό τους,
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθη.
Και εβγήκεν κι η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ κλει,
και τους πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω,
και καλότατα εξεύρω,
ότι δύνασ’ αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
’Κείνοι παρευθύς επήγαν
και τον τάφο του εδείξαν.
Τον τάφο να μου δείξετε
και ’γω θε να πηγαίνω.
Τραπέζι να ’τοιμάσετε,
και ’γω τον ανασταίνω.
Επήγαν και του έδειξαν
τον τάφο του Λαζάρου.
Τους είπε και εκύλισαν
τον λίθο, πούχε απάνου.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο.
Λάζαρον θα σου τον πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη,
ως εξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος απενεκρώθη,
ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
και με το κηρί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία,
εκεί κι όλη η Βηθανία.
Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι,
δόξα τω Θεώ φωνάζουν,
και το Λάζαρο εξετάζουν.
Παραλλαγή 3
-Λάζαρε, πες μας τι είδες,
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
Της καρδούλας μου το λέω,
και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε.
Στον οίκο σας χαρούμενοι,
τον Λάζαρο να πούμε.
Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο
πέτρα να μη ραϊσει.
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό,
και να τα ξεπεράσει.
Παραλλαγή 4 (Σύρου)
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια,
Ήρθε η Κυριακή που τρων' τα ψάρια
- Που ’σουν Λάζαρε που ειν' η φωνή σου
Που σε γύρευε η μάνα κι η αδελφή σου
- Ήμουνα στη γη, στη γη χωμένος
Κι από τους νεκρούς, νεκρούς αναστημένος.
Δώστε μου νερό, νερό λιγάκι
να ξεπλύνω της καρδιάς μου το φαρμάκι
Βάγια βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή, τρώνε το παχύ αρνί.
Το τραγούδι του Λαζάρου
(Παραδοσιακό Κυπριακό)
Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον
την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον.
Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε,
και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.
Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου
και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου,
δια να καταλάβετε τι είναι θεία Αγάπη
και πώς ψυχή λυτρώννεται από πικρόν τον Άδην,
ως και αυτός ο Λάζαρος, όστις είχεν αγάπην
με τον Δεσπότην τον Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ακροασθείτε
με πόθον και με προσοχήν,για να ωφεληθήτε.
Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν
και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν.
Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν,
είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν.
Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην
και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην.
Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν
με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι.
Τοις μαθηταίς του έλεγεν με την βραχυλογίαν,
«σηκούτε να υπάγωμεν πάλιν στην Βηθανίαν,
ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω,
δια να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνήσω.»
Οι μαθηταίς δεν εννοούν το τί ’θελεν να είπη,
ο Λάζαρος απέθανεν, κι είναι μεγάλη λύπη,
ημέρες είναι τέσσερεις, που είναι πεθαμμένος
και εις τον τάφον βρίσκεται κ’ είναι λαζαρωμένος.
Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν να παν στην Βηθανίαν
οι αποστόλοι κι ο Χριστός και όλ’ η συνοδεία.
Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους
και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους:
«Άν ήσο ώδε, Κύριε, o Λάζαρος, ο φίλος
ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.»
Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μην κλαίτε, μόνον έχετε πίστιν
ο γαρ πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσει.»
Λεγ’ η Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, όσ’ αν αιτήσης,
Σου τα χαρίζει ο Θεός, αν θέλης και ορίσης».
Της λέγει «που τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον,
υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατέ μοι εκείνον».
Και παρευθύς επρόσταξεν τούτον να ποιήσουν,
τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν.
Επάνωθεν του μνήματος εστάθην και δακρύζει.
Κι ως άνθρωπος εδάκρυσεν με ευσπλαχνίαν,
να δείξει την συμπάθειαν και την επιεικείαν,
και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εις τον Άδην.
Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον,
ως ήκουσεν του Ιησού την θεϊκήν φωνήν του
τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφίνει
και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί απομείνη.
Εξήλθεν ουν ο Λάζαρος έξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος.
Επρόσταξεν κι ελύσαν του τας χείρας και τας πόδας,
και πήγεν εις τον oίκον του μονάχος...
Αρβανίτικα Κάλαντα του Λαζάρου
(περιοχής Θίσβης Βοιωτίας)
Τσιράν τσιράν γκιτόνεζα
ντιλj μόι νούσεζα ερέ
ιπι ντjάλjετe νj βε
πeρ τε βαπς νe κουκj μπογιά
τε χάι Πασχ τeμπeδά
Απόδοση στα Ελληνικά
Τσιράνι* τσιράνι γειτόνισσα
βγες καλέ νύφη μου καινούργια
και δώσε στο παιδί ένα αβγό
για να το βάψει σε κόκκινη μπογιά
να το φάει το Μεγάλο Πάσχα.
* τσιράνι=κίτρινα λουλουδάκια, με τα οποία τα παιδιά στόλιζαν τα καλαθάκια τους για να τραγουδήσουν τα κάλαντα.
Το Σάββατο του Λαζάρου (το Σάββατο πριν από την Κυριακή των Βαΐων) τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα ειδικά κάλαντα (Λαζαρικά) σε διάφορες παραλλαγές, που εξιστορούν την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου.
Τελειώνοντας το τραγούδι τους τα Λαζαράκια, όπως αποκαλούνται οι καλαντιστές της ημέρας, συνεχίζουν με ευχετικούς και επαινετικούς στίχους για το σπίτι και δέχονται ως φιλοδώρημα αυγά που τα τοποθετούν σ’ ένα στολισμένο καλαθάκι (σε κάποιες περιοχές φρούτα ή χρήματα). Τον Λάζαρο τραγουδούν κυρίως κορίτσια σχολικής ηλικίας, τα οποία αποκαλούνται λαζαρίνες, λαζαρίτσες, λαζαρούδισσες κ.α.
Γενικότερα, το Σάββατο του Λαζάρου λαμβάνει χαρούμενο χαρακτήρα, καθώς η έγερση του Λαζάρου προαναγγέλλει την Ανάσταση του Χριστού.
Τα κάλαντα του Λαζάρου
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που 'ν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που 'ν' το στόμα μου, σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.
Παραλλαγή 1
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’ Άγια
Ήρθε ο Χριστός απ’ την Καισαρία
Εκεί έβρισκε Μάρθα και Μαρία
Μάρθα, που ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λένε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά να δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.
Παραλλαγή 2
Αν είναι με το θέλημα
και με τον ορισμό σας,
Λαζάρου την Ανάσταση
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Έβγατε παρακαλούμε,
για να σας διηγηθούμε,
για να μάθετε τι εγίνη,
σήμερα στην Παλαιστίνη.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία·
Λάζαρον τον αδερφό τους
τον γλυκύ και καρδιακό τους,
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθη.
Και εβγήκεν κι η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ κλει,
και τους πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω,
και καλότατα εξεύρω,
ότι δύνασ’ αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
’Κείνοι παρευθύς επήγαν
και τον τάφο του εδείξαν.
Τον τάφο να μου δείξετε
και ’γω θε να πηγαίνω.
Τραπέζι να ’τοιμάσετε,
και ’γω τον ανασταίνω.
Επήγαν και του έδειξαν
τον τάφο του Λαζάρου.
Τους είπε και εκύλισαν
τον λίθο, πούχε απάνου.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο.
Λάζαρον θα σου τον πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη,
ως εξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος απενεκρώθη,
ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
και με το κηρί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία,
εκεί κι όλη η Βηθανία.
Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι,
δόξα τω Θεώ φωνάζουν,
και το Λάζαρο εξετάζουν.
Παραλλαγή 3
-Λάζαρε, πες μας τι είδες,
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
Της καρδούλας μου το λέω,
και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε.
Στον οίκο σας χαρούμενοι,
τον Λάζαρο να πούμε.
Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο
πέτρα να μη ραϊσει.
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό,
και να τα ξεπεράσει.
Παραλλαγή 4 (Σύρου)
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια,
Ήρθε η Κυριακή που τρων' τα ψάρια
- Που ’σουν Λάζαρε που ειν' η φωνή σου
Που σε γύρευε η μάνα κι η αδελφή σου
- Ήμουνα στη γη, στη γη χωμένος
Κι από τους νεκρούς, νεκρούς αναστημένος.
Δώστε μου νερό, νερό λιγάκι
να ξεπλύνω της καρδιάς μου το φαρμάκι
Βάγια βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή, τρώνε το παχύ αρνί.
Το τραγούδι του Λαζάρου
(Παραδοσιακό Κυπριακό)
Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον
την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον.
Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε,
και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.
Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου
και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου,
δια να καταλάβετε τι είναι θεία Αγάπη
και πώς ψυχή λυτρώννεται από πικρόν τον Άδην,
ως και αυτός ο Λάζαρος, όστις είχεν αγάπην
με τον Δεσπότην τον Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ακροασθείτε
με πόθον και με προσοχήν,για να ωφεληθήτε.
Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν
και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν.
Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν,
είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν.
Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην
και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην.
Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν
με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι.
Τοις μαθηταίς του έλεγεν με την βραχυλογίαν,
«σηκούτε να υπάγωμεν πάλιν στην Βηθανίαν,
ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω,
δια να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνήσω.»
Οι μαθηταίς δεν εννοούν το τί ’θελεν να είπη,
ο Λάζαρος απέθανεν, κι είναι μεγάλη λύπη,
ημέρες είναι τέσσερεις, που είναι πεθαμμένος
και εις τον τάφον βρίσκεται κ’ είναι λαζαρωμένος.
Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν να παν στην Βηθανίαν
οι αποστόλοι κι ο Χριστός και όλ’ η συνοδεία.
Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους
και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους:
«Άν ήσο ώδε, Κύριε, o Λάζαρος, ο φίλος
ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.»
Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μην κλαίτε, μόνον έχετε πίστιν
ο γαρ πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσει.»
Λεγ’ η Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, όσ’ αν αιτήσης,
Σου τα χαρίζει ο Θεός, αν θέλης και ορίσης».
Της λέγει «που τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον,
υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατέ μοι εκείνον».
Και παρευθύς επρόσταξεν τούτον να ποιήσουν,
τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν.
Επάνωθεν του μνήματος εστάθην και δακρύζει.
Κι ως άνθρωπος εδάκρυσεν με ευσπλαχνίαν,
να δείξει την συμπάθειαν και την επιεικείαν,
και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εις τον Άδην.
Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον,
ως ήκουσεν του Ιησού την θεϊκήν φωνήν του
τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφίνει
και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί απομείνη.
Εξήλθεν ουν ο Λάζαρος έξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος.
Επρόσταξεν κι ελύσαν του τας χείρας και τας πόδας,
και πήγεν εις τον oίκον του μονάχος...
Αρβανίτικα Κάλαντα του Λαζάρου
(περιοχής Θίσβης Βοιωτίας)
Τσιράν τσιράν γκιτόνεζα
ντιλj μόι νούσεζα ερέ
ιπι ντjάλjετe νj βε
πeρ τε βαπς νe κουκj μπογιά
τε χάι Πασχ τeμπeδά
Απόδοση στα Ελληνικά
Τσιράνι* τσιράνι γειτόνισσα
βγες καλέ νύφη μου καινούργια
και δώσε στο παιδί ένα αβγό
για να το βάψει σε κόκκινη μπογιά
να το φάει το Μεγάλο Πάσχα.
* τσιράνι=κίτρινα λουλουδάκια, με τα οποία τα παιδιά στόλιζαν τα καλαθάκια τους για να τραγουδήσουν τα κάλαντα.
Πηγή: SanSimera.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Καλωσήρθατε στον χώρο σχολίων του Αντικειμενικότητα. Να θυμάστε ότι κάθε άποψη είναι δεχτή εκτός αν προσβάλει ή θίγει τον άλλον όποτε παρακαλώ ο σχολιασμός σας να είναι κόσμιος.