17Ν: Από το ''πατριωτικό χτύπημα'' στην επίθεση που σηματοδότησε την αρχή του τέλους της οργάνωσης (Long Read)
Στις 4 Ιουλίου του 1994 ο Τούρκος διπλωμάτης στην Αθήνα, Ομέρ Σιπαχίογλου, πέφτει σε ενέδρα στο Φάληρο. Είναι 6:50 το πρωί. Την ώρα που ανοίγει την πόρτα για να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του, δύο άνδρες τον πλησιάζουν και ο ένας τον γαζώνει με έξι σφαίρες στο θώρακα και την κοιλιά.
Η τριμελής ομάδα κρούσης, με το κλεμμένο Suzuki, γίνεται καπνός και το θύμα υποκύπτει σχεδόν ακαριαία στα τραύματά του. Στον απόηχο της δολοφονίας η κοινή γνώμη θα πληροφορηθεί ότι ο Σιπαχίογλου ενεργούσε ως επικεφαλής των Τουρκικών Μυστικών Υπηρεσιών στην Ελλάδα. Χρειαζόταν μια εξήγηση για το λόγο που εκτελέστηκε από το πιο γνωστό «45αρι» του δυτικού κόσμου. Το 21ο θύμα της 17 Νοέμβρη είχε ενταχθεί σε διαφορετικά κριτήρια επιλογής. Στοχοποιήθηκε, ως εκδίκηση προς την Τουρκία και τη δολοφονία του Κύπριου αγωνιστική Θεόφιλου Γεωργιάδη.
Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που η οργάνωση δεν υπέγραψε με το γνωστό τρόπο την προκήρυξη, προσθέτοντας δίπλα στο «17 Νοέμβρη» το όνομα «Θεόφιλος Γεωργιάδης». Στην τετρασέλιδη προκήρυξη γινόταν λόγος για τη δολοφονία του Γεωργιάδη ως αποτέλεσμα του τουρκικού επεκτατισμού και μιλιταρισμού. Παράλληλα για άσκηση εθνοκάθαρσης σε βάρος των Κούρδων και της ελληνοκυπριακής κοινότητας στη Βόρεια Κύπρο, ενώ ο συντάκτης ασκούσε σφοδρότατη επίθεση κατά του Ανδρέα Παπανδρέου, κατηγορώντας τον για ελαστική πολιτική απέναντι στην Τουρκία.
«Ο Κύπριος αγωνιστής δολοφονήθηκε στις 20 Μάρτη του ’94 στην Κύπρο από πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας της ΜΙΤ, επειδή σαν πραγματικός πατριώτης και διεθνιστής αγωνιστής θεωρούσε σαν στοιχειώδες καθήκον του να βοηθάει έμπρακτα πολιτικά και υλικά τον αγώνα του Κουρδικού λαού ενάντια στον τούρκικο φασιστικό επεκτατισμό».
Το καρτέρι στον Τούρκο κατάσκοπο ήταν η εκδίκηση για το αντίστοιχο που είχαν στήσει οι άνδρες της ΜΙΤ σε έναν από τους πιο γενναίους άνδρες που έβγαλε η Μεγαλόνησος, έξω από το σπίτι του στη Λευκωσία, τέσσερις μήνες πριν. Ένας μοτοσικλετιστής τον πλησίασε και αφού τον πυροβόλησε πέντε φορές από πολύ κοντινή απόσταση, απομακρύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Ο Θεόφιλος Γεωργιάδης είχε γίνει τόσο ενοχλητικός για την Τουρκία που γνώριζε και ο ίδιος ότι έπαιζε κορώνα – γράμματα τη ζωή του. Άλλωστε είχε δεχτεί ουκ ολίγα απειλητικά τηλεφωνήματα τους μήνες που προηγήθηκαν της εκτέλεσης. Ήταν ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος που εξελίχθηκε σε σύμβολο του διεθνούς κινήματος για τον κουρδικό αγώνα.
Ο Κύπριος ακτιβιστής είχε υπηρετήσει στην Εθνική Φρουρά και την 32η Μοίρα Καταδρομών με το βαθμό του Εφέδρου Ανθυπολοχαγού. Ακολούθως, εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού και στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ανορθοδόξου Πολέμου. Στην Κύπρο συνέχιζε να υπηρετεί ως έφεδρος και υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Παγκυπρίου Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων.
Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας με εξειδίκευση στην τουρκολογία και συνέχισε τις σπουδές του σε Γαλλία και Γερμανία. Με την επιστροφή του στην Κύπρο προσελήφθη αρχικά στην Αστυνομία, ενώ ακολούθως ανέλαβε τη θέση του λειτουργού στο Τμήμα Τουρκικών Θεμάτων του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βαθύς γνώστης των τουρκικών θεμάτων, έδωσε εκατοντάδες συνεντεύξεις και διαλέξεις γύρω από την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας. Αρθρογραφούσε και έδινε διαλέξεις σχετικά με το Κυπριακό, το Κουρδικό, το Αρμενικό και τη γενοκτονία των Ποντίων – μια αταλάντευτη, ατρόμητη φωνή ανάδειξης των τουρκικών βαρβαροτήτων που απέκτησε διεθνή υπόσταση. Το 1988 ίδρυσε με συντρόφους του στη Λευκωσία την Κυπριακή Επιτροπής Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν και έκτοτε κλιμακώθηκε η δράση του.
Ήταν παράλληλα ένθερμος υποστηρικτής της αποκατάστασης της ελευθερίας στην Κύπρο και πρωτοστάτης στην ανεύρεση των αγνοουμένων. «Όσο ζω θα επιμένω ότι οι αγνοούμενοι βρίσκονται εν ζωή. Δεν θα δεχτώ να θαφτούν ζωντανοί κι αν χαθώ, η ψυχή μου από ψηλά θα αγωνίζεται γι’ αυτούς», είχε δηλώσει. Σε ένα άρθρο του, το 1992, καυτηρίαζε τις επαφές Μακαρίου-Ντενκτάζ το 1977 για επίλυση του Κυπριακού, γράφοντας τα εξής: «Το δίκαιο και η βιωσιμότητα της λύσης αυτής στηρίζεται πάνω στη βάση της εκδίωξης των 200.000 νόμιμων κατοίκων της περιοχής, των ομαδικών τάφων πάνω από 6.000 σφαγιασθέντων ή πεσόντων της εισβολής και 1619 αγνοουμένων (83 Ελλαδίτες)».
Στις αρχές Μαρτίου του ’94 ο Γεωργιάδης διοργάνωσε συνέδριο στις Βρυξέλλες στο οποίο πήραν μέρος 200 σύνεδροι μεταξύ των οποίων πανεπιστημιακοί, Τούρκοι διανοούμενοι και 50 βουλευτές από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Το διήμερο συνέδριο, είχε ως κεντρικό θέμα την αλληλεγγύη προς τους Κούρδους και ως κεντρικός ομιλητής ο Γεωργιάδης κατηγόρησε σε αυτό ανοιχτά την Τουρκία για τις βιαιοπραγίες της εναντίον του κουρδικού πληθυσμού.
Το μεσημέρι της 20ης Μαρτίου παρέλαβε από το αεροδρόμιο της Λάρνακας τον Γιάτο Ροζ, εκπρόσωπο των Κούρδων στην Ευρώπη, οποίος επισκέφθηκε την Κύπρο για να έρθει σε επαφή με την Επιτροπή Αλληλεγγύης. Λίγη ώρα νωρίτερα είχε παραδώσει στον δημοσιογράφο Γιώργο Σπανό ένα άρθρο προς δημοσίευση σχετικό με τη γιορτή του «Νεβρόζ», η οποία είναι ταυτισμένη με την εξέγερση των Κούρδων ενάντια στους Τούρκους. Η επέτειος της μεγάλης εθνικής γιορτής για τους Κούρδους είναι την 21η Μαρτίου και όπως εκτιμήθηκε αργότερα από τις κυπριακές Αρχές δεν ήταν καθόλου τυχαίο που η ΜΙΤ επέλεξε την παραμονή της για να στείλει ένα σαφές μήνυμα.
Ο Γεωργιάδης δεν πρόλαβε να διαβάσει το άρθρο του. Την ίδια νύχτα θα έπεφτε νεκρός από το χέρι Ελληνοκύπριου εκτελεστή.
Το σενάριο που έχει επικρατήσει και βασίζεται σε μαρτυρίες συγκρατούμενων του ανθρώπου που θεωρήθηκε εντολέας της δολοφονίας, είναι ότι αυτή σχεδιάστηκε από τις Τουρκικές Μυστικές Υπηρεσίες σε συνεργασία με την τουρκική εθνικιστική παρακρατική ομάδα του Αμπντουλάχ Τσατλί, η οποία οργάνωσε τα αιματηρά επεισόδια του ‘96 στην Πράσινη Γραμμή και την δολοφονία των Τάσου Ισαάκ και Σολομώντα Σολομού.
Οι ηθικοί αυτουργοί της εκτέλεσης ήρθαν αρχικά σε επαφή με τον Χασάν Ζορτί, γνωστό λαθρέμπορο με το ψευδώνυμο «Σκόρδος», ο οποίος δραστηριοποιούνταν στην κατεχόμενη Κύπρο. Ο Ζορτί διατηρούσε στενές επαφές με Ελληνοκύπριους, ανθρώπους του υποκόσμου. Σύμφωνα με όσα διέρρευσαν αργότερα, οι Τούρκοι πράκτορες έδωσαν στον «Σκόρδο» 4.000 κυπριακές λίρες και τέσσερα κιλά ηρωίνης προκειμένου να στρατολογήσει επαγγελματίες δολοφόνους.
Η πρώτη επαφή του Ζορντί έγινε στη Λεμεσό με έναν Ελληνοκύπριο λαθρέμπορο. Αυτός όμως, όχι μόνο αρνήθηκε να αναλάβει το συμβόλαιο θανάτου, αλλά ενημέρωσε και τις διωκτικές αρχές. Παρά την καταγγελία αλλά και τις αναφορές του ίδιου του Γεωργιάδη πως είναι αποδέκτης απειλών για τη ζωή του, η κυπριακή αστυνομία δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία.
Η δεύτερη πόρτα που χτύπησε ο Ζορτί ήταν αυτή του αδίστακτου κακοποιού και ισοβίτη τότε Ανδρέα Αριστόδημου, του επονομαζόμενου και ως «Γιουρούκη». Το αντάλλαγμα ήταν η απόδραση από τις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας. Ο Γιουρούκης ανέθεσε τη δουλειά στον έξω κόσμο και συγκεκριμένα στον αδερφό του, Κύπρο Αριστοδήμου, που ήταν γνωστός στην πιάτσα με το ψευδώνυμο «Όλμος». Συνεργοί του στη δουλειά ήταν δυο ακόμη δαχτυλικά αποτυπώματα της εποχής, οι Ανδρέας Πουμπουρής και Πανικός Ψαρράς.
Ο άνθρωπος που φέρεται να γάζωσε τον Θεόφιλο Γεωργιάδη ήταν ο «Όλμος». Τρεις μήνες αργότερα, στις 12 Ιουνίου του ’94, ο «Όλμος» βρέθηκε νεκρός, με επτά σφαίρες στο κεφάλι, σε ορεινή περιοχή της Λεμεσού! Οι άλλοι δυο πέθαναν αργότερα, ύστερα από επιθέσεις με εκρηκτικούς μηχανισμούς στα αυτοκίνητά τους. Τον Απρίλιο του 1995 ο Γλαύκος Κληρίδης, τότε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανακοίνωσε ότι όλοι οι δολοφόνοι του Θεόφιλου Γεωργιάδη ήταν νεκροί. Πότε δεν έγινε γνωστό αν υπήρξαν θύματα αντιποίνων ή αν έπρεπε να σιγήσουν για πάντα επειδή γνώριζαν πολλά…
Ο Γιουρούκης κατάφερε πράγματι να αποδράσει από το κελί του λίγο καιρό αργότερα, αλλά το σχέδιο ήταν πρόχειρα εκτελεσμένο και λίγη ώρα αργότερα επέστρεψε στη φυλακή. Ήταν ο πρώτος ισοβίτης της Κύπρου κι έμεινε έγκλειστος από το 1987 έως το 2012. Απεβίωσε πέντε χρόνια μετά την αποφυλάκιση του, σε ηλικία 55 ετών, από μια σπάνια ασθένεια.
Στο σημείο που δολοφονήθηκε ο Γεωργιάδης έχει στηθεί προτομή, ενώ το αμφιθέατρο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει μετονομαστεί σε «Θεόφιλος Γεωργιάδης» έχει μετονομασθεί. Στην κηδεία του, Κούρδοι έκαψαν την τουρκική σημαία στον δρόμο από τον οποίο πέρασε η νεκρική πομπή, ενώ η μνήμη του τιμάται από το Πολιτιστικό Κέντρο Κουρδιστάν «Θεόφιλος» που εδρεύει στη Λεμεσό.
«Γιατί το πάτησες, αφού είχε κόσμο;»
Ωστόσο, Δεν είναι αιρετικό να ισχυριστούμε ότι οι νοσταλγοί της 17 Νοέμβρη – «κρυφοί» ή μη – στην ελληνική κοινωνία ΔΕΝ είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Η ατάκα «αν υπήρχε ακόμα, πολλοί θα είχαν χάσει τον ύπνο τους στα χρόνια των μνημονίων» δεν βγαίνει μόνο από τα χείλη ανθρώπων που αυτοαποκαλούνται εξτρεμιστές. Ομοίως δεν είναι αυθαίρετο το συμπέρασμα ότι θα ήταν πολύ περισσότεροι οι υποστηρικτές της αν η οργάνωση είχε αποφύγει ένα και μόνο χτύπημα. Ήταν αυτό που στέρησε το μοναδικό «ηθικό πλεονέκτημα» που θεωρείτο από πολλούς ότι είχε η 17 Νοέμβρη: να κτυπά μόνο επιλεγμένους στόχους, ουδέποτε αθώους πολίτες.
Η δολοφονία του Θάνου Αξαρλιάν άφησε εκτεθειμένη την οργάνωση στα «μάτια» εκείνου του μέρους της κοινής γνώμης που την αντιμετώπιζε έως τότε περίπου ως «αναγκαίο κακό». Ο χαρακτηρισμός «τρομοκρατική» απέκτησε ραγδαία πολύ μεγαλύτερη απήχηση. Ένας «αθώος» άνθρωπος είχε χάσει τη ζωή του και για τους περισσότερους αναλυτές αυτό ήταν ένα βάρος που δεν κατάφερε να σηκώσει ούτε η ίδια η 17 Νοέμβρη. Το γεγονός της 14ης Ιουλίου του 1992 χώρισε την οργάνωση στο πριν και το μετά, δρομολογώντας την αρχή του τέλους για τη δράση της.
Στην πραγματικότητα, η κατακραυγή για αυτήν θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν σε εκείνη την επίθεση είχε επιτευχθεί ο αντικειμενικός στόχος. Στη θωρακισμένη Mercedes του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Παλαιοκρασσά επέβαιναν, εκτός από τον ίδιο, η σύζυγος και η 14χρονη κόρη του! Ήταν δε τόσο κακοσχεδιασμένο το χτύπημα, που σύμφωνα με αστυνομικές πηγές αν η ρουκέτα είχε τρυπήσει το ρεζερβουάρ του οχήματος, η τραγωδία θα αφορούσε πιθανότατα την απώλεια δεκάδων ζωών.
«Η ρουκέτα έξυσε το μερσεντές και εξερράγη σύρριζα δίπλα της», αναφέρει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του «Γεννημένος τη 17 Νοέμβρη». Ένα τυχαίο γεγονός έσωσε τη ζωή των τριών επιβαινόντων, πιθανότατα και αρκετών άλλων. «Ο Παλαιοκρασσάς αποφάσισε να οδηγήσει ο ίδιος το βαρύ, δύσκολο στην οδήγηση αυτοκίνητο. Έτσι, ο άπειρος οδηγός, δεν πήρε ομαλά τη στροφή από Καραγεώργη Σερβίας προς Βουλής, επιπλέον, φοβισμένος από τον όγκο του Μερσεντές, φρέναρε την τελευταία στιγμή».
Ο Κουφοντίνας αναφέρει επιπλέον στο βιβλίο του ότι η αρχική ιδέα ήταν «μια ενέργεια χαμηλής έντασης εναντίον ενός αξιωματούχου του υπουργείου Οικονομικών που ήταν υπεύθυνος για τη τελική διαμόρφωση της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης». Το σχέδιο όμως άλλαξε και προκρίθηκε η πρόταση να «χτυπηθεί ο ίδιος ο αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής, ο υπουργός Οικονομικών ως μια καίρια ενέργεια – η κορύφωση της δεκαετίας πυκνής δράσης της 17Ν».
Η πρόταση εγκρίθηκε ομόφωνα, αλλά αυτό που δίχασε ήταν η εκτέλεση της. Η εκτόξευση μιας ρουκέτας έξω από το υπουργείο Οικονομικών συνάντησε πολλές επιφυλάξεις. Αντιπροτάθηκε άλλο σημείο, άλλος τόπος, άλλος τρόπος. Οι υποστηρικτές της πρότασης επέμειναν: «Μέσα στους καύσωνες του Ιουνίου στην οδό Βουλής, όπου θα γινόταν η ενέργεια, μετά τις 3:30 το απόγευμα ήταν ερημιά», γράφει ο αρχιεκτελεστής της οργάνωσης, εξηγώντας παράλληλα πώς για περίπου ένα μήνα τα μέλη «της κεντρικής ομάδας» έκαναν διαδοχικούς ελέγχους στο σημείο για να βεβαιωθούν ότι δεν θα υπάρξει κάποιο αθώο θύμα.
Κι όμως, η ημέρα που τελικά επελέγη για το χτύπημα δεν πληρούσε σε καμία περίπτωση τις προϋποθέσεις «ασφαλείας». Η επίθεση ματαιώθηκε πολλές φορές ακριβώς για αυτούς τους λόγους και ο Ιούνιος έγινε Ιούλιος. Ο Κουφοντίνας ομολογεί ότι οι διαδοχικές αναβολές «είχαν τεντώσει τα νεύρα όλων των μελών» και ο Βασίλης Τζωρτζάτος, με επιστολή που έστειλε το 2014 στην Ελευθεροτυπία, τον κατηγορεί εμμέσως πλην σαφώς για το φιάσκο, καταδεικνύοντας και το κλίμα που υπήρχε εντός της εξτρεμιστικής οργάνωσης μετά το θάνατου του Αξαρλιάν.
«Η επίθεση είχε αποφασισθεί να εκτελεστεί με δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι δεν θα υπήρχε κανείς τρίτος μέσα στο αμάξι του υπουργού και, δεύτερον, ότι δεν θα υπήρχαν πεζοί στα πεζοδρόμια της Νίκης προς Καραγιώργη Σερβίας. Την ημέρα που έγινε η ενέργεια παραβιάστηκαν και τα δύο προαπαιτούμενα».
Ο «Σταμάτης» της 17 Νοέμβρη ανέδειξε στην επιστολή του ένα μπαράζ ερασιτεχνικών λαθών με τη μορφή εγκληματικής αμέλειας (αδιαφορίας) των δύο ομάδων τσιλιαδόρων και της διμελούς που είχε επωμιστεί να πυροδοτήσει τη ρουκετά με τηλεχειριστήριο. Σύμφωνα με αυτήν, η μία ομάδα τσιλιαδόρων ισχυρίστηκε στην οργάνωση ότι δεν είδε τη γυναίκα και το κορίτσι να μπαίνουν στη Μερσεντές, νομίζοντας ότι μπήκαν στο Audi της Ασφάλειας, ωστόσο η δεύτερη ομάδα των τσιλιαδόρων που βρίσκονταν στον χώρο «βεβαίωσε ότι η σύζυγος και η κόρη του υπουργού δεν μπήκαν αστραπιαία στη Μερσεντές».
Επιπλέον η ρουκέτα πυροδοτήθηκε από το πεζοδρόμιο της Νίκης, απ’ όπου σύμφωνα με τον Τζωρτζάτο ήταν εμφανές ότι στο απέναντι πεζοδρόμιο υπήρχε κόσμος. «Υπάρχουν και παράπλευρες απώλειες», ήταν η απάντηση του τηλεχειριστή όταν ένας τρίτος «σύντροφος» τον ρώτησε «γιατί το πάτησες, αφού είχε κόσμο;».
Το σημείο της επιστολής που μαρτυρά τον ασυγχώρητα ερασιτεχνικό τρόπο με τον οποίο ενήργησε η 17 Νοέμβρη εκείνη την ημέρα είναι όμως άλλο: «Λίγο πριν κατέβει ο τέταρτος σύντροφος απ’ το πατάρι της οδού Νίκης, όπου είχε στηθεί το παρατηρητήριο της Mercedes, είδε τους δύο που θα αποφάσιζαν, να συνεννοούνται με τα μάτια στο στιλ: “Να το πατήσουμε σήμερα, για να τελειώνουμε”. Και το αποκορύφωμα, όπως ανέφερε ο Τζωρτζάτος, ότι «αυτός που πάτησε το τηλεχειριστήριο είπε στους υπόλοιπους ότι τον πίεζε η οικογένειά του για να φύγουν για διακοπές»!
Όλα αυτά αποκρυσταλλώθηκαν ως ξεκάθαρο δείγμα του διχασμού που επέφερε στην οργάνωση η από κάθε άποψη αποτυχημένη επίθεση της 14ης Ιουλίου του 1992. Έγινε άλλωστε γνωστό την περίοδο των συλλήψεων των μελών της 17Ν και των πρώτων καταθέσεων στην αντιτρομοκρατική, ότι η πρώτη συνάντηση των μελών μετά το θάνατο του Θάνου Αξαρλιάν από τα θραύσματα της ρουκέτας ήταν επεισοδιακή και γεμάτη ένταση.
Όπως συνήθιζαν, συναντήθηκαν στο ιστορικό ζαχαροπλαστείο «Χαρά» στα Άνω Πατήσια κι εκεί, όπως εκ των έσω έχει επισημανθεί, καταπατήθηκαν όλοι οι κανόνες συνωμοτικότητας στα 17 χρόνια ιστορίας της οργάνωσης. Κάποιοι από αυτούς, όπως για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Τέλιος, ο επονομαζόμενος «Μάρκος», ξέσπασαν σε κλάµατα, ενώ άλλοι άρχισαν να φωνάζουν μπροστά στους υπόλοιπους θαμώνες για τον κάκιστο σχεδιασμό της εκτέλεσης και τα τραγικά αποτελέσματά της. Τότε κατατέθηκαν και οι πρώτες σκέψεις αυτοδιάλυσης της οργάνωσης, αλλά οι ματιές των πελατών προς το τραπέζι των μελών της 17Ν είχαν γίνει πια τόσο αδιάκριτες που η συζήτηση σταμάτησε απότομα και το τραπέζι άδειασε πολύ νωρίτερα του αναμενόμενου.
Σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «Μακεδονία» πριν από την οικειοθελή παράδοση του στις Αρχές το 2002, ο Τέλιος ισχυρίστηκε ότι μετά το θάνατο του Αξαρλιάν αποσύρθηκε επί της ουσίας από την οργάνωση αποκηρύσσοντας την ένοπλη βία. Στην πραγματικότητα η 17Ν έσπασε σε υποομάδες μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατά του Παλαιοκρασσά και τη θυελώδη συνάντηση στη «Χαρά», χάνοντας τη συνοχή της, όπως εξόφθαλμα φάνηκε μετά την εξάρθρωση της, 10 χρόνια αργότερα.
«Ένας αθώος άνθρωπος, ένας από τους δικούς μας, για αυτούς που αγωνιζόμασταν να έχουν ένα καλύτερο αύριο, έμεινε δίχως αύριο. Ο πόνος μας μεγάλος, ο δικός μου αβάσταχτος. Χρόνια αργότερα στο δικαστήριο ζήτησα συγγνώμη. Ήταν ένα τραγικό λάθος. Το μοναδικό λάθος της 17Ν», γράφει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του, παραλείποντας να αναφέρει ότι η ρουκέτα είχε «προγραμματιστεί» εκείνη την ημέρα να σκοτώσει τη σύζυγο και την κόρη του Γιάννη Παλαιοκρασσά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Καλωσήρθατε στον χώρο σχολίων του Αντικειμενικότητα. Να θυμάστε ότι κάθε άποψη είναι δεχτή εκτός αν προσβάλει ή θίγει τον άλλον όποτε παρακαλώ ο σχολιασμός σας να είναι κόσμιος.