Εργατική Πρωτομαγιά και η ματωμένη Πρωτομαγιά του 1944



Ετήσια γιορτή, με παγκόσμιο χαρακτήρα των ανθρώπων της μισθωτής εργασίας. Με συγκεντρώσεις και πορείες, η εργατική τάξη βρίσκει την ευκαιρία να προβάλει τα κοινωνικά και οικονομικά της επιτεύγματα και να καθορίσει το διεκδικητικό της πλαίσιο για το μέλλον. Η Πρωτομαγιά είναι απεργία και όχι αργία, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές χώρες του κόσμου.

Η Πρωτομαγιά, ως εργατική γιορτή, καθιερώθηκε στις 20 Ιουλίου 1889, κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Διεθνούς (Σοσιαλιστικής Διεθνούς) στο Παρίσι, σε ανάμνηση του ξεσηκωμού των εργατών του Σικάγου την 1η Μαΐου 1886, που διεκδικούσαν το οκτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Κατέληξε σε αιματοχυσία λίγες μέρες αργότερα, με την επέμβαση της αστυνομίας και των μπράβων της εργοδοσίας.

Τα γεγονότα του Σικάγου


Τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ αποφάσισαν την έναρξη απεργιακών κινητοποιήσεων την 1η Μαΐου 1886 για το οκτάωρο, ωθούμενα από τις επιτυχημένες διεκδικήσεις των καναδών συντρόφων τους. Την περίοδο εκείνη το κανονιστικό πλαίσιο εργασίας στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και οι εργοδότες μπορούσαν να απασχολούν το προσωπικό τους κατά το δοκούν, ακόμη και τις Κυριακές.

Στην απεργία πήραν μέρος περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ. Την Πρωτομαγιά του 1886 έγινε στο Σικάγο η πιο μαχητική πορεία, με τη συμμετοχή 90.000 ανθρώπων. Στην κεφαλή της πορείας ήταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλμπερτ Πάρσονς, η γυναίκα του Λούσι και τα επτά παιδιά τους.
Το πρώτο αίμα χύθηκε δύο ημέρες αργότερα έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο. Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισε πολλούς, προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης.

Την επομένη αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην Πλατεία Χεϊμάρκετ, με πρωτοστατούντες τους αναρχικούς. Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει. 

Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να διαλύσουν δια της βίας τη συγκέντρωση και τότε από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών ρίφθηκε μια χειροβομβίδα προς το μέρος τους, η οποία εξερράγη, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστεί απροσδιόριστος αριθμός, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά (φίλια ή των διαδηλωτών παραμένει ανεξακρίβωτο), ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε επτά.

Για τη βομβιστική επίθεση, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης. Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν γερμανοί μετανάστες. Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886. Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Απλώς, είπε ότι οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή να πραγματοποιήσει την αποτρόπαια πράξη του, γι' αυτό κρίνονται ένοχοι συνωμοσίας.

Από την πλευρά της, η υπεράσπιση έκανε λόγο για προβοκάτσια και συνέδεσε τη βομβιστική επίθεση με το διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό. Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 20 Αυγούστου 1886 κι έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους. Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά την εξάντληση και του τελευταίου ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, μετέτρεψε σε ισόβια τις θανατικές ποινές των Σβαμπ και Φίλντεν, ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του. Έτσι, στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Σπις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη, τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα». Η δίκη των οκτώ θεωρείται από διαπρεπείς αμερικανούς νομικούς ως μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία των ΗΠΑ.


Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους ανθρώπους του «Πίνκερτον». Ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπε και Σβαμπ. Αυτό ήταν και το πολιτικό του τέλος. Αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σικάγου, που έδωσε την εντολή για τη διάλυση της συγκέντρωσης, καταδικάσθηκε για διαφθορά. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.

Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα

Στη χώρα μας, ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς έγινε το 1893, στην Αθήνα, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη. Η 1η Μαΐου ήταν Σάββατο και εργάσιμη. Έτσι, επελέγη η Κυριακή 2 Μαΐου, για να έχει η γιορτή μαζικό χαρακτήρα.



Σύμφωνα με την εφημερίδα «Σοσιαλιστής», που εξέδιδε ο Καλλέργης, στις 5 το απόγευμα της Κυριακής συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο πάνω από 2.000 σοσιαλιστές και εργαζόμενοι. Η «Εφημερίς» τους υπολόγισε μόνο σε 200 και σημείωνε σε άρθρο της: «Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον».


Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα το οποίο είχε ως εξής:
«Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν:
Α) Την Κυριακήν να κλείωσι τα καταστήματα, καθ' όλην την ημέραν, και οι πολίται ν' αναπαύωνται.
Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν.
Γ) Ν' απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Δ) Το συμβούλιον του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν.»

Το ψήφισμα επεδόθη, τελικά, στον Πρόεδρο της Βουλής την 1η Δεκεμβρίου 1893 από τον Σταύρο Καλλέργη. Ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής ανήλθε στη συνέχεια στο δημοσιογραφικό θεωρείο και περίμενε με ανυπομονησία από τον Πρόεδρο της Βουλής να το εκφωνήσει. Αυτός κωλυσιεργούσε και «ησχολείτο εις την ανάγνωσιν ετέρων αναφορών προερχομένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγματευομένων κατά το μάλλον και ήττον περί ανέμων και υδάτων», όπως έγραψε στον «Σοσιαλιστή».

Ο Καλλέργης διαμαρτυρήθηκε μεγαλοφώνως και με εντολή του Προέδρου συνελήφθη για διατάραξη της συνεδρίασης. Οι στρατιώτες της φρουράς, αφού τον κτύπησαν με τα κοντάκια των όπλων τους, τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα, όπου παρέμεινε επί διήμερο. Στις 9 Δεκεμβρίου 1983 δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ημερών, τις οποίες εξέτισε στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα. Με τον περιπετειώδη αυτό τρόπο έληξε και τυπικά ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα.

Η Ματωμένη Πρωτομαγιά του 1944



Την Πρωτομαγιά του 1944, οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 Έλληνες πατριώτες, σε αντίποινα για τη δολοφονία ενός Γερμανού υποστρατήγου στη Λακωνία από άνδρες του ΕΛΑΣ.

Την άνοιξη του 1944, η κατάσταση ήταν τεταμένη και ιδιαίτερα πολωμένη στην κατεχόμενη Ελλάδα. ΕΑΜ και αστικές δυνάμεις, που γνώριζαν ότι οι ημέρες των Γερμανών ήταν μετρημένες, προετοιμάζονταν για την επόμενη ημέρα και την τελική αναμέτρηση. Μερίδα ιστορικών αποφαίνεται ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει. Από την πλευρά τους, οι Γερμανοί και οι εγχώριοι συνεργάτες τους είχαν επιδοθεί σ’ ένα όργιο τρομοκρατίας εναντίον των δυνάμεων του ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ, που σήκωναν το κύριο βάρος της Εθνικής Αντίστασης.


Στις 27 Απριλίου 1944, άνδρες του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Σταθάκη έστησαν ενέδρα σε γερμανική αυτοκινητοπομπή που κινούνταν μεταξύ Μολάων και Σπάρτης και σκότωσαν τον γερμανό υποστράτηγο Φραντς Κρεχ, διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και τρεις άνδρες της συνοδείας του. Από την επίθεση τραυματίστηκαν ακόμη πέντε γερμανοί στρατιωτικοί

Κατά την προσφιλή τους τακτική, οι Γερμανοί αποφάσισαν να προβούν σε αντίποινα, εκτελώντας πολλαπλάσιο αριθμό αμάχων. Παράλληλα, θέλησαν να δώσουν κι ένα σκληρό μάθημα στους έλληνες κομμουνιστές για τη δράση τους στις γειτονιές της Αθήνας. Έτσι, στις 30 Απριλίου δημοσιεύτηκε στον κατοχικό Τύπο η παρακάτω διαταγή:

Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτας. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα Γερμανικά
Στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος

Να σημειώσουμε εδώ ότι «Έλληνες εθελονταί» της ανακοίνωσης ήταν άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου, με επικεφαλής τον αξιωματικό του Στρατού Διονύσιο Παπαδόγγονα, στενό φίλο του Κρεχ.

Οι 200 προς εκτέλεση κομμουνιστές της γερμανικής ανακοίνωσης κρατούνταν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Οι 170 προέρχονταν από τις φυλακές της Ακροναυπλίας και ανήκαν στο σκληρό πυρήνα των στελεχών του ΚΚΕ, ενώ οι υπόλοιποι 30 από την Ανάφη, όπου είχαν αρχικά εξοριστεί. Η αναγγελία της μαζικής εκτέλεσης προκάλεσε κάποια χλιαρά διαβήματα από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στη ζοφερή ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι οι κομμουνιστές έπρεπε να πάρουν ένα σκληρό μάθημα.

Το πρωί της Πρωτομαγιάς, μετά το προσκλητήριο άρχισε η εκφώνηση του καταλόγου των μελλοθανάτων. Ανάμεσά τους και ο διερμηνέας του στρατοπέδου Ναπολέων Σουκατζίδης, ιδιαίτερα αγαπητός στους κρατουμένους για τις διευκολύνσεις που τους παρείχε. Στο άκουσμα του ονόματός του όλοι πάγωσαν. Ο διοικητής του στρατοπέδου Καρλ Φίσερ προσφέρθηκε να τον αντικαταστήσει με άλλο κρατούμενο, επειδή είχε ανάγκη τις υπηρεσίες του. Ο 35χρονος διερμηνέας αρνήθηκε, προτιμώντας τον παλικαρίσιο θάνατο από την ευτελή συναλλαγή.


Οι 200 μελλοθάνατοι οδηγήθηκαν με καμιόνια στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Πολλοί από αυτούς είχαν προετοιμάσει σημειώματα που πέταγαν στους δρόμους όπου περνούσαν. Οι διαβάτες διέσωσαν πολλά από αυτά τα μικροσκοπικά μηνύματα και τα παρέδωσαν στους οικείους τους ή στις οργανώσεις της Αντίστασης.

Στο τόπο της θυσίας οδηγούνταν ανά εικοσάδες. Γύρω στις 10 το πρωί τα οπλοπολυβόλα άρχισαν το μακάβριο έργο τους. Η επόμενη εικοσάδα αναλάμβανε να φορτώσει τα άψυχα σώματα σε απορριμματοφόρα που περίμεναν εκεί, προτού πάρει τη θέση της μπροστά στα οπλοπολυβόλα. Στις 12 το μεσημέρι όλα είχαν τελειώσει. Τους νεκρούς της τελευταίας εικοσάδας ανέλαβαν να μεταφέρουν στα απορριμματοφόρα «γερμανοτσολιάδες» των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Την επόμενη μέρα, ο λαός της Καισαριανής αψήφησε την τρομοκρατία των κατακτητών και μετονόμασε το δρόμο που κύλησε το αίμα, την οδό Σκοπευτηρίου, σε «Οδό Ηρώων». Στους τοίχους γράφεται το σύνθημα: «Αυτός ο δρόμος είναι Δρόμος Ηρώων. Τον διαβαίνουν οι λεβέντες του έθνους. Χτες 1 του Μάη τον διάβηκαν 200 παλικάρια».


Πηγή: SanSimera.gr

Σχόλια

Διαβάστε ακόμη

Εικόνα

Τέμπη: Στο Κουλούρι μεταφέρεται κοντέινερ πειστήριο της εμπορικής αμαξοστοιχίας που μέχρι σήμερα βρισκόταν σε οικόπεδο ιδιώτη-«Τα πειστήρια του εγκλήματος βρίσκονται διασκορπισμένα – Μας οφείλετε την αλήθεια» λέει ο Κασσελάκης