Τι γίνονταν τα χριστιανόπουλα που άρπαζαν οι Οθωμανοί την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι γονείς τους τα θεωρούσαν νεκρά. Οι πιο άξιοι γενίτσαροι κατέληγαν στο παλάτι, στην υπηρεσία του σουλτάνου
Το παιδομάζωμα ήταν ένας ακόμη φόρος που είχαν επιβάλει στους χριστιανούς οι Οθωμανοί στη διάρκεια των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας, μέχρι το 1638. Ο σουλτάνος αποφάσιζε πού και πότε θα γινόταν στρατολόγηση αγοριών για τις ανάγκες του στρατού και της διοίκησης.
Ο Τούρκος απεσταλμένος εμφανιζόταν στα χωριά και απαιτούσε να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι οι πατεράδες με τους γιους τους. Από αυτούς διάλεγε τους πιο καλοφτιαγμένους και δυνατούς, για να γίνουν γενίτσαροι. Στην αρχή οι Τούρκοι έπαιρναν παιδιά ηλικίας 6-7 χρόνων και μόνο ένα παιδί από κάθε οικογένεια. Αργότερα όμως η στράτευση επεκτάθηκε στις ηλικίες των 8-10 ετών και σιγά σιγά αυξήθηκε ο αριθμός των παιδιών ανά οικογένεια, μέχρι που ήταν ενδεχόμενο να δοθούν όλα τα αρσενικά παιδιά.
Οι χριστιανοί έφτασαν στο σημείο να παντρεύουν τα αγόρια τους σε μικρή ηλικία ή να αλλάζουν την πίστη τους με τη θέλησή τους, ώστε να αποφύγουν το παιδομάζωμα. Κι αυτό όμως δεν ωφελούσε πάντοτε, αφού οι Τούρκοι ελάχιστα υπολόγιζαν τέτοιου είδους λεπτομέρειες. Τα παιδιά που αρπάζονταν θεωρούντο οριστικά χαμένα. Το παιδομάζωμα ήταν ίσως η μεγαλύτερη πληγή για τον ελληνισμό στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τα παιδιά που αρπάζονταν θεωρούντο οριστικά χαμένα.
Στην Ήπειρο μάλιστα, την πρώτη Κυριακή μετά την αρπαγή, οι γονείς τους πήγαιναν μαυροφορεμένοι στην εκκλησία, όπου ψαλλόταν νεκρώσιμη ακολουθία. Σε αυτήν εκφωνούνταν τα ονόματα των παιδιών που λογιάζονταν πια νεκρά. Όταν οι απεσταλμένοι του σουλτάνου συμπλήρωναν με το παιδομάζωμα τον αριθμό των αγοριών που επρόκειτο να γίνουν γενίτσαροι, τα έστελναν στην Πόλη.
Εκεί, τους ξύριζαν το κεφάλι και διάλεγαν τα πιο γερά και όμορφα, στα οποία άφηναν πιο πάνω από το αυτί μια τούφα μαλλιά, που την έλεγαν «τζουλούφι». Ο σουλτάνος στη συνέχεια έπαιρνε στο παλάτι αυτά τα παιδιά και τα υπόλοιπα μοιράζονταν στους πασάδες και στους άλλους άρχοντες των Τούρκων της Πόλης. Οι πιο άξιοι γενίτσαροι κατέληγαν στο παλάτι, όπου περνούσαν από πολλές δοκιμασίες, αλλά ταυτόχρονα εκπαιδεύονταν και μάθαιναν την τέχνη του πολέμου.
Οι πιο έμπιστοι μπορούσαν να γίνουν προσωπικοί φρουροί του σουλτάνου. Δύο από αυτούς έμεναν το βράδυ ξάγρυπνοι, ο ένας στο κεφάλι κι ο άλλος στα πόδια του κρεβατιού, κρατώντας αναμμένους πυρσούς για να διώχνουν μακριά τους επίδοξους δολοφόνους και τα φαντάσματα.
Όταν το πρωί έντυναν τον σουλτάνο, του έβαζαν 500 δουκάτα στη μία τσέπη και 1.000 άσπρα στην άλλη, για να δίνει φιλοδωρήματα. Τη νύχτα είχαν το ελεύθερο να κρατούν ό,τι είχε περισσέψει από την απλοχεριά του σουλτάνου.
Στο στρατόπεδο των γενίτσαρων την πειθαρχία επέβαλλε ο αρχιμάγειρας του παλατιού, που έκανε μάλιστα και χρέη δήμιου. Ωστόσο, δεν εκτελούσε συχνά τους απείθαρχους γενίτσαρους, ούτε τους έστελνε τακτικά στη φυλακή. Η πιο συνηθισμένη τιμωρία ήταν να τους βάζει να κάνουν τη λάντζα στα μαγειρεία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Καλωσήρθατε στον χώρο σχολίων του Αντικειμενικότητα. Να θυμάστε ότι κάθε άποψη είναι δεχτή εκτός αν προσβάλει ή θίγει τον άλλον όποτε παρακαλώ ο σχολιασμός σας να είναι κόσμιος.