Το Μπλόκο της Κοκκινιάς-Η σφαγή του κομμένου Άρτας



H αντιστασιακή δράση των κατοίκων της Κοκκινιάς (σημερινή Νίκαια Αττικής) μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ, προκάλεσε την οργή των γερμανών κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους, που με επανειλημμένες επιθέσεις στην περιοχή προσπάθησαν να την εξουδετερώσουν. Η μεγαλύτερη επίθεση, γνωστή στην ιστορία της Αντίστασης ως «Μπλόκο της Κοκκινιάς», πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου 1944 και κατέληξε σε λουτρό αίματος.



Η επιχείρηση είχε προπαρασκευαστεί με λεπτομέρειες και το μυστικό είχε διαφυλαχτεί καλά. Πήραν μέρος γύρω στους 2.500 άνδρες - Γερμανοί, μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας[1] και το μηχανοκίνητο τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων[2] υπό τον περιβόητο αστυνομικό διευθυντή Νίκο Μπουραντά. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιχείρηση είχε ο αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας, συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.


Η ισχυρή αυτή δύναμη, που ήταν οπλισμένη με βαριά πολυβόλα, όλμους και ελαφρά άρματα, έφθασε στην Κοκκινιά τα ξημερώματα της Παρασκευής 17 Αυγούστου. Αμέσως κύκλωσε την περιοχή και στη συνέχεια διέταξε να συγκεντρωθεί όλος ο ανδρικός πληθυσμός, ηλικίας από 14 ως 60 ετών, στην πλατεία της Οσίας Ξένης (σημερινή Πλατεία 17ης Αυγούστου 1944).

Γύρω στις 9 το πρωί, η πλατεία είναι γεμάτη από κόσμο. Οι Γερμανοί δίνουν εντολή στους συγκεντρωμένους να γονατίσουν. Αμέσως, αρχίζουν να κυκλοφορούν ανάμεσά τους, έλληνες προδότες, που φορούν κουκούλες για να μην αναγνωρίζονται και υποδεικνύουν στους Γερμανούς τους αγωνιστές και τα ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ. Όσους συλλαμβάνουν, τους σέρνουν σ’ ένα γειτονικό οικόπεδο και στα υπόγεια διπλανών σπιτιών και τους βασανίζουν φριχτά.


Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, 76 στελέχη του ΕΑΜ εκτελούνται, όπως και 46 πατριώτες στη συνοικία «Αρμένικα». 30 ακόμη Κοκκινιώτες σκοτώνονται σε μεμονωμένα επεισόδια, ενώ 4 άλλοι καίγονται από την πυρπόληση τουλάχιστον 100 σπιτιών από τους επιδρομείς. Συνολικά, τα θύματα του «Μπλόκου της Κοκκινιάς» ανέρχονται σε 315. Την ίδια ώρα, γύρω στους 6.000 άνδρες οδηγούνται με ισχυρή συνοδεία στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ύστερα από λίγες μέρες θα μεταφερθούν σε γερμανικά στρατόπεδα περίπου 1.200, αρκετοί από τους οποίους θα εκτελεστούν ή θα πεθάνουν από τις κακουχίες.

Σχετικά

Τα γεγονότα του «Μπλόκου της Κοκκινιάς» αναπαριστά η ταινία «Το Μπλόκο», που γύρισε το 1964 ο Άδωνις Κύρου (1923-1985), με πρωταγωνιστές τους Κώστα Καζάκο, Μάνο Κατράκη, Αλεξάνδρα Λαδικού, Γιάννη Φέρτη και Ξένια Καλογεροπούλου. 

Το σενάριο της ταινίας είναι του Γεράσιμου Σταύρου, η διεύθυνση φωτογραφίας του Γιώργου Πανουσόπουλου και του Γρηγόρη Δανάλη και η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους στις 7 Δεκεμβρίου 1965 κι έκοψε 165.426 εισιτήρια.
Το 1982, o σκηνοθέτης Διονύσης Γρηγοράτος γύρισε για λογαριασμό της ΕΡΤ το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Το Μπλόκο της Κοκκινιάς».


1. Τα Τάγματα Ασφαλείας δημιουργήθηκαν από τον κατοχικό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη το καλοκαίρι του 1943 με τη σύμφωνη γνώμη σημαντικής μερίδας του αστικού πολιτικού κόσμου, προκειμένου να αναχαιτισθεί η διαρκώς αυξανόμενη δύναμη του ΕΑΜ, στο οποίο κυριαρχούσε το ΚΚΕ. 

Ο Ράλλης εκτιμούσε ότι η τελική έκβαση του Πολέμου θα έβρισκε νικητές του Συμμάχους, οπότε θα έπρεπε άμεσα να αντιμετωπισθεί ο κομουνιστικός κίνδυνος. Οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν γνωστοί με τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό «γερμανοτσολιάδες». Ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος μετά την απελευθέρωση προήχθη σε υποστράτηγο, ενώ o ανηψιός του Νικόλαος Πλυτζανόπουλος διετέλεσε δήμαρχος Νικαίας την περίοδο της χούντας.

2. Το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων, με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή Νίκο Μπουραντά (1900-1981), συνεργάστηκε με τους κατακτητές και πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε φόβητρο των πολιτών. Η Αριστερά αποκαλούσε του άνδρες του «μπουραντάδες». Ήταν γνωστοί για τα αντικομουνιστικά τους φρονήματα, όπως και ο επικεφαλής τους. Ο Νίκος Μπουραντάς δικάσθηκε ως δοσίλογος, αλλά απηλλάγη στις 26 Νοεμβρίου 1945.


Η σφαγή του Κομμένου 

Ήταν ξημέρωμα 16 Αυγούστου του 1943. Μια μέρα μετά τη γιορτή της Παναγίας και το χωριό Κομμένο της Άρτας ακόμα κοιμόταν. Τα όργανα από τον γάμο που είχε γίνει μια μέρα πριν, μόλις είχαν σωπάσει και το καλοκαίρι άπλωνε τη ράθυμη ηρεμία του.

Το Κομμένο, πλάι στον Άραχθο, εκείνο το πρωινό θα περνούσε στις πιο αιματοβαμμένες σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας. Στις 5.30 το πρωί, αξημέρωτα ακόμα ένα βαριά οπλισμένο γερμανικό ναζιστικό τάγμα μπήκε στο χωριό και έπιασε θέσεις μάχης. Τι είχε συμβεί;


Τέσσερις μέρες πριν, είχε περάσει από το χωριό ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν Γερμανοί στρατιώτες. Κατά τη διέλευση τους αντιλήφθηκαν ότι βρίσκονταν μέσα στο χωριό ένοπλοι αντάρτες. 

Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Στέφανο Παππά, μετέπειτα Γυμνασιάρχη και μάρτυρα κατηγορίας στη Δίκη της Νυρεμβέργης: «Στις 12 Αυγούστου 1943 ένα γερμανικό τζιπ με δύο στρατιώτες του τάγματος Φιλιππιάδας διενεργούσε περιπολία στα χωριά του Αμβρακικού κόλπου. Κάποια στιγμή το τζιπ ανατράπηκε από λακκούβα στο χωματόδρομο και προσέτρεξαν σε βοήθεια κάτοικοι του χωριού Κομμένου. Οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι μέσα σε χωράφι είδαν ένα ένοπλο αντάρτη και τρόμαξαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τον έλεγχο του οχήματος».

Σύμφωνα με μια άλλη άποψη: Στις 12 Αυγούστου 1943 μια μικρή ομάδα ανταρτών μπήκε στο χωριό Κομμένο με σκοπό τη συγκέντρωση τροφίμων. Στη διάρκεια της παραμονής τους, μια αναγνωριστική ομάδα από Γερμανούς μοτοσυκλετιστές πέρασε τυχαία από το χωριό και μόλις είδαν τους αντάρτες έφυγαν χωρίς να εμπλακούν μαζί τους».



Το γεγονός αυτό και μόνο έδωσε την ζητούμενη από τους Γερμανούς αφορμή για να λεηλατήσουν και να καταστρέψουν τον τόπο. Στις 05:30 το πρωί στις 16 Αυγούστου έφτασαν έξω από το χωριό ένα μηχανοκίνητο τμήμα τάγματος της γερμανικής Μεραρχίας «Εντελβάις» που είχε έδρα τη Φιλιππιάδα. Μόλις έφτασε η στρατιωτική δύναμη περικύκλωσε το χωριό και απέκλεισε τις φυσικές εξόδους ώστε να μην μπορέσει κανείς να διαφύγει.

 Αμέσως οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν προς όλες τις κατευθύνσεις και με κάθε είδους όπλα. Ταυτόχρονα άρχισε η σφαγή των κατοίκων και η καταστροφή των σπιτιών. Μέχρι το μεσημέρι περίπου 300 σπίτια του χωριού είχαν καταστραφεί και 317 κάτοικοι του Κομμένου, αλλά και γύρω χωριών που είχα βρεθεί στην περιοχή για τον γάμο, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο· ανάμεσα τους ήταν παιδιά, έγκυοι γυναίκες, νέοι και γέροι.

Στο τέλος έφαγαν και ήπιαν, κουρασμένοι από τη σφαγή


Επί εννέα ώρες οι ναζί σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν! Ανάμεσά στους νεκρούς ήταν 97 νήπια και παιδιά και 119 γυναίκες. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και οι περίπου 30 καλεσμένοι που είχαν έρθει από γειτονικά χωριά για τον γάμο της Αλεξάνδρας και του Θεοχάρη. 

Την ώρα που εισέβαλαν στο χωριό οι Γερμανοί, η νύφη και ο γαμπρός περνούσαν την πρώτη νύχτα του γάμου τους, που έμελλε να είναι και η τελευταία. Από την οικογένεια της νύφης επέζησαν μόνο δυο αδέλφια. Η νύφη, ο γαμπρός εκτελέστηκαν.

Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε 7 πτώματα.


Κατά τη θανάτωση των κατοίκων έγινε χρήση άγριων και ανήκουν στον μεθόδων. Τη σφαγή ακολούθησε λεηλασία και διαρπαγή του κινητού πλούτου των κατοίκων: ζώα ρουχισμός, επίπλωση και λοιπά. Για το φρικτό έγκλημα αυτό ευθύνονται αναμφισβήτητα ως συναυτουργοί όχι μόνο τα κατώτερα όργανα του Γερμανικού Στρατού αλλά και αυτοί που διέταξαν τη σφαγή. 

Κάποιοι από τους υπεύθυνους της σφαγής πλήρωσαν για τα εγκλήματά τους: Ο ταγματάρχης Φάλνερ εκτελέσθηκε, λίγο μετά, στην Σερβία από παρτιζάνους. Και ο Μέραρχος Λαντς δικάσθηκε, κατά την Δίκη της Νυρεμβέργης, σε δώδεκα χρόνια κάθειρξη, ωστόσο αφέθηκε ελεύθερος το 1951.


Πηγή: SanSimera.gr

 

Σχόλια

Διαβάστε ακόμη