Χριστούγεννα και έθιμα
Τα Χριστούγεννα είναι μία από τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, με την οποία τιμάται «η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».
Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 25 Δεκεμβρίου και στις 6 Ιανουαρίου από τις Εκκλησίες που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο (Ιουλιανό). Για τις Δυτικές Εκκλησίες τα Χριστούγεννα είναι η μεγαλύτερη εορτή της Χριστιανοσύνης, ενώ για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς ο σταυρικός θάνατος και η Ανάσταση του Κυρίου.
Κατά συνεκδοχή, Χριστούγεννα ονομάζεται όλο το εορταστικό δωδεκαήμερο από την ημέρα των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου) έως την εορτή των Θεοφανίων (6 Ιανουαρίου).
Το διάστημα αυτό πλαισιώνεται από μεγάλη ποικιλία εθίμων, πολλά από τα οποία έχουν προχριστιανικές καταβολές, που δίνουν όμως πανηγυρικό τόνο, όχι μόνο στις τρεις μεγάλες εορτές (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια), αλλά σε όλες τις ενδιάμεσες μέρες.
Η περίοδος των Χριστουγέννων δεν έχει αφήσει ασυγκίνητους τους ανθρώπους της τέχνης. Έχει γραφεί πληθώρα έργων που αναφέρονται στην περίοδο αυτή ή έχουν ως φόντο τα Χριστούγεννα, με πιο χαρακτηριστικές, τη νουβέλα του Κάρολου Ντίκενς «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» και στα καθ' ημάς τα επίκαιρα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση μετατρέπουν σε εικόνα λογοτεχνικά έργα και καταθέτουν τις δικές τους προτάσεις, ενώ ο κόσμος της μουσικής από τη λόγια έως τη δημοφιλή εμπνέεται συχνά από το πνεύμα των Χριστουγέννων.
Κάλαντα
Ευχετήρια και εγκωμιαστικά άσματα, που ψάλλουν τα παιδιά (ενίοτε και οι μεγάλοι) κατά τις παραμονές μεγάλων εορτών, όπως τα Χριστούγεννα (24 Δεκεμβρίου), η Πρωτοχρονιά (31 Δεκεμβρίου) και τα Θεοφάνια (5 Ιανουαρίου). Κάλαντα άδονται ακόμα στις εορτές του Λαζάρου και των Βαΐων, τα λεγόμενα Βαΐτικα. Αντίθετα, τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής έχουν κατανυκτικό χαρακτήρα.
Ετυμολογικά, η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από τη λατινική calendae (καλένδες στα ελληνικά), που σημαίνει τις πρώτες ημέρες κάθε μήνα. Ειδικά, οι Καλένδες του Ιανουαρίου ήταν μέρες γιορτής για τους Ρωμαίους, λόγω της έλευσης του νέου χρόνου. Τα Κάλαντα έλκουν την καταγωγή τους από παρόμοια αρχαία τραγούδια του αγερμού και της ειρεσιώνης και είχαν κοσμικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευε ή απέτρεπε αυτό το έθιμο ως ειδωλολατρικό και το είχε καταδικάσει με απόφαση της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου το 680 μ.Χ. Οι συμμετέχοντες στο έθιμο των Καλάντων αποκαλούνταν «Μηναγύρτες». Με την πάροδο του χρόνου τα Κάλαντα απέκτησαν θρησκευτικό περιεχόμενο, ανάλογο με την κάθε γιορτή.
Σώζονται πολλές παραλλαγές από κάλαντα, άλλα σε δημοτική γλώσσα και άλλα σε μισοκαθαρεύουσα. Ανάλογα με τον τόπο και τις εποχές, τα παιδιά που ψάλλουν τα κάλαντα κρατούν συνήθως πολύχρωμα φαναράκια, καράβια ή εκκλησίες φωτισμένες εσωτερικά, σιδερένια τρίγωνα ή ραβδιά στολισμένα με λουλούδια σαν τους αρχαίους θύρσους. Οι μεγάλοι συνοδεύουν με μουσική υπόκρουση το τραγούδι τους και έχουν μαζί τους και καλάθια, όπου βάζουν τα δώρα που τους φιλεύουν. Τα όργανα που κυριαρχούν είναι η φυσαρμόνικα, το τύμπανο, το τουμπελέκι, η τσαμπούνα και άλλα πνευστά όργανα.
Ο λαός δέχεται με συμπάθεια τους καλαντιστές, που προσδίδουν στις γιορτές ιδιαίτερη χάρη και ευθυμία.
Η ιστορία του Κουραμπιέ
Ο κουραμπιές είναι ένα γλύκισμα που υπάγεται στην κατηγορία του μπισκότου. Παρασκευάζεται από αλεύρι, βούτυρο, αμύγδαλα κατά περίπτωση και είναι πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρης.
Είναι ένα από τα γλυκά που χαρακτηρίζουν την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων στην Ελλάδα, ενώ σε πολλές περιοχές της χώρας προσφέρεται στους προσκεκλημένους αμέσως μετά τη βάπτιση ενός παιδιού.
Ο κουραμπιές έλκει την καταγωγή του από την Περσία, όπου πρωτοεμφανίστηκε τον 7ο αιώνα, όταν η ζάχαρη διαδόθηκε στην περιοχή. Την πατρότητα του κουραμπιέ διεκδικεί και ο Λίβανος.
Το γλύκισμα είναι διαδεδομένο στην Ελλάδα, την Τουρκία και τις Βαλκανικές χώρες. Ένα είδος κουραμπιέ με την ονομασία Πολβορόν (Polvorón) είναι διαδεδομένο στις ισπανόφωνες χώρες και το νότιο Τέξας.
Η λέξη «κουραμπιές» προέρχεται από την αλβανική kurabie ή gurabie (τουρκικά kurabiye και αραβικά qurabiya).
Στην καθομιλουμένη «κουραμπιέ» αποκαλούμε τον νωθρό, τον μαλθακό ή τον ανόητο άνθρωπο. Στη στρατιωτική αργκό, «κουραμπιές» είναι ο απόλεμος στρατιώτης, αυτό που δεν μετέχει σε επιχειρήσεις, αλλά είναι αποσπασμένος σε γραφείο.
Το Έθιμο της Βασιλόπιτας και η ιστορία της
H βασιλόπιτα είναι το γλύκισμα - σύμβολο της Πρωτοχρονιάς και συνδέεται με την εορτή του Αγίου Βασιλείου, από τον οποίο πήρε το όνομά της.
Τη βρίσκουμε με πολλές μορφές και διάφορους τρόπους παρασκευής, σ’ όλα τα ελληνικά σπίτια, αστικά και αγροτικά. Ζυμώνεται κυρίως με αλεύρι, αυγά, ζάχαρη και γάλα, και συνηθέστατα πάνω στην επιφάνειά της γράφεται ο αριθμός του νέου έτους με αποφλοιωμένα αμύγδαλα.
Μέσα στο ζυμάρι τοποθετείται ένα νόμισμα, που όποιος το βρει κατά το μοίρασμα της βασιλόπιτας θα είναι ο τυχερός της χρονιάς. Σε κάποιες αγροτικές περιοχές αντί για νόμισμα τοποθετούσαν παλαιότερα ένα κομματάκι άχυρο, κλήμα ή κλώνο ελιάς, ανάλογα με την παραγωγή της περιοχής, και όποιος το έβρισκε θα είχε καλή σοδειά κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Η βασιλόπιτα κόβεται και μοιράζεται με εθιμικό τελετουργικό τη νύχτα της παραμονής του νέου χρόνου ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά. Το γενικό πρόσταγμα έχει ο νοικοκύρης του σπιτιού, που αφού τη σταυρώσει, κόβει και μοιράζει τα κομμάτια της πίτας στα μέλη της οικογένειάς του και τους τυχόν φιλοξενούμενους, ενώ ιδιαίτερα κομμάτια ξεχωρίζονται για τον Χριστό, την Παναγία, τον Άγιο Βασίλειο, το σπίτι και τους ξενιτεμένους της οικογένειας.
Το έθιμο δεν περιορίζεται μόνο στο σπίτι και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Από τις επόμενες ημέρες και σχεδόν μέχρι και τα τέλη Φλεβάρη, σωματεία, επαγγελματικές ενώσεις και οργανώσεις κόβουν τη δική τους βασιλόπιτα. Η συνήθεια αυτή είναι νεώτερη και κατάγεται από στις παλαιότερες συντεχνίες, τα μέλη των οποίων έκοβαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα και τη μοιράζονταν για το καλό το δικό τους και του κοινού τους επαγγέλματος.
Το έθιμο της βασιλόπιτας, όπως και άλλα του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα - Θεοφάνεια), ανάγεται στα ρωμαϊκά «Σατουρνάλια», που αποτελούν συνέχεια των Ελληνικών «Κρονίων». Κατά τη διάρκειά τους προσφέρονταν ως δώρα καρποί και πλακούντες (πίτες) μέσα σε χρυσά φύλλα. Μπορεί να σχετιστεί και με τον εορταστικό άρτο της ελληνικής αρχαιότητας, που προσφερόταν στους θεούς, ιδίως στα «Θαλύσια» και τα «Θαργήλια».
Υπάρχει, όμως, και η χριστιανική παράδοση για το έθιμο της βασιλόπιτας. Όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν επίσκοπος Καισάρειας, ο έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε να εισπράξει φόρους με άγριες διαθέσεις. Οι κάτοικοι φοβήθηκαν και ζήτησαν την προστασία του επισκόπου τους. Αυτός τους είπε να συγκεντρώσουν ό,τι πολύτιμα αντικείμενα είχαν για να τα προσφέρουν στον έπαρχο. Ο άγιος, όμως, τον έπεισε να φύγει χωρίς να πάρει τίποτε. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Επειδή η επιστροφή των αντικειμένων στους κατόχους τους ήταν πρακτικά αδύνατη, με συμβουλή του αγίου ζυμώθηκαν πλακούντια (μικρές πίτες) και μέσα σ’ αυτούς τοποθετήθηκε από ένα πολύτιμο αντικείμενο. Έγινε η διανομή και, σαν από θαύμα, έτυχε στον καθένα ό,τι είχε δώσει. Από τότε, λέγει η παράδοση, κάνουμε στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου πίτες με νομίσματα μέσα.
Νεώτερες παραλλαγές αυτής της παράδοσης από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία παρουσιάζουν τον Άγιο Βασίλειο να κερδίζει τον εισπράκτορα των φόρων σε χαρτοπαίγνιο και στη συνέχεια να γίνεται η διανομή με μικρά ψωμιά ή με μια μεγάλη πίτα.
Πηγή: SanSimera.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Καλωσήρθατε στον χώρο σχολίων του Αντικειμενικότητα. Να θυμάστε ότι κάθε άποψη είναι δεχτή εκτός αν προσβάλει ή θίγει τον άλλον όποτε παρακαλώ ο σχολιασμός σας να είναι κόσμιος.