Η τρελή του Σαγιό - Κριτική της παράστασης

 



Επιμέλεια: Απόστολος Ιωαννίδης


Πρόλογος:


Την παράσταση «Η τρελή του Σαγιό» είδε η ομάδα του «Αντικειμενικότητα News» στο Θέατρο Παλλάς, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια. Το διαχρονικό έργο του Ζαν Ζιρωντού, που αφοσιώνεται στη στηλίτευση του τυχοδιωκτισμού, της φιλαργυρίας και του αμοραλισμού, παρουσιάστηκε στο θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας από έναν πολυάριθμο θίασο καλλιτεχνών.





Η σύνοψη του έργου:


Σε μια γειτονιά του Παρισιού, στο Σαγιό, κατοικεί η Ωρελί, η γνωστή «Τρελή του Σαγιό». Η Ωρελί ξεσηκώνει τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής να εναντιωθούν στην προσπάθεια μιας σπείρας μοχθηρών πλουσίων να σκάψουν το Παρίσι, προς εύρεση πετρελαίου. Το έργο καυτηριάζει την επικράτηση του υλιστικού πνεύματος, θέτοντας στον δέκτη του έργου το εξής ερώτημα: «Τι θα προτιμούσες να έχεις στην αυλή σου: μια αμυγδαλιά, ή μια πετρελαιοπηγή;»


Οι εξωτερικοί συντελεστές:


Ο Πέτρος Ζούλιας, διασκευάζοντας το έργο του Γάλλου συγγραφέα, σχεδόν οκτώ δεκαετίες ύστερα της αρχικής έκδοσής του, κατόρθωσε να προβάλει τον επικαιρικό χαρακτήρα του. Χάρη στις μικρές, αλλά καίριες σεναριακές αλλαγές, στις οποίες προέβη, το κοινό προβληματίστηκε με την ιστορία και συναισθάνθηκε τους χαρακτήρες της.


Με τη σκηνοθεσία του, ωστόσο, επιχειρώντας να αναδείξει τα στοιχεία του έργου που προσιδιάζουν σε λαϊκό παραμύθι, ο Πέτρος Ζούλιας δε φρόντισε να διασαφηνίσει με την πρέπουσα πειστικότητα την αντίθεση, ανάμεσα στον ιδεαλισμό της Ωρελί και την ηθική εξαχρείωση του υπόλοιπου κόσμου. 

Ακόμη, ο επιδερμικός τρόπος, με τον οποίο παρουσιάστηκε η διαμάχη μεταξύ καλού και κακού, έκανε την παράσταση να μοιάζει υπερβολικά παιδική, περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Ορισμένες, μάλιστα, σκηνές (όπως αυτή με τον ναυγαγοσώστη, που προσπαθεί να σώσει τον Πιέρ από πνιγμό) προκάλεσαν στους θεατές ελαφρά αμηχανία.







Η πρωτότυπη μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, σε συνδυασμό με τα ευφάνταστα σκηνικά της Μαρίας Φιλίππου, προσέδωσαν στην παράσταση ατμόσφαιρα, που παρέπεμπε στην Κομέντια Ντελ Άρτε, εμπλουτισμένη, όμως, και με άκρως μοντέρνα στοιχεία. Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη ήταν κατά βάσιν καλαίσθητα, εναρμονισμένο το κάθε ένα με τον αντίστοιχο ρόλο, με εξαίρεση, όμως, τα λιγότερο καλόγουστα κοστούμια της Ζοζεφίν και της Ωρελί, στην τελευταία σκηνή του έργου.






Οι ηθοποιοί:

Πρωταγωνίστρια της παράστασης ήταν η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, η οποία υποδύθηκε την αθώα, αλλά θαρραλέα και οξυδερκή Παριαζιάνα, Ωρελί. Η ηρωίδα, που αποτραβιέται με βίαιο τρόπο από τον πλασματικό, αισιόδοξο κόσμο της και έρχεται αντιμέτωπη με τη δυσάρεστη πραγματικότητα, ενσαρκώθηκε αξιοπρεπώς από την ηθοποιό. Αναδείχθηκε η κωμικότητα του ρόλου, καθώς και οι λανθάνουσες, δραματικές πτυχές του. Ταυτόχρονα, η τολμηρή και αποφασιστική του στάση απέναντι στις δυσκολίες αποτέλεσαν παράγοντες, που ενίσχυσαν τη δυναμική της συγκεκριμένης ερμηνείας. 






Επιστρέφοντας στο θεατρικό σανίδι, ο Νίκος Μουτσινάς ανέλαβε τον ρόλο του παλιαντζή, που ενταντιώθηκε με πάθος στην κοινωνική αδικία και τη ναρκοθέτηση των ηθικών αξιών. Ο ηθοποιός κατόρθωσε να διατυπώσει την απόγνωση του κατατρεγμένου μικροπωλητή, εξ αιτίας της δυσοίωνης εποχής, στην οποία ζει. Ειδικά στο δεύτερο μέρος του έργου, που ο ρακοσυλλέκτης υποδύθηκε αντιπρόσωπο της υψηλής, αμοραλιστικής τάξης, ο Νίκος Μουτσινάς βοηθά με παραστατικό τρόπο το κοινό να κατανοήσει ολιστικά και την άπληστη στάση των ισχυρών.




Από διαμφισβήτητη αισθαντικότητα εμφορούνταν η ερμηνεία της Αθήνας Οικονομάκου. Η δική της «Ίρμα», η ευαίσθητη ιερόδουλη, που ερωτεύτηκε για πρώτη της φορά και «αφυπνίστηκε» η αγνή έκφανση του ψυχισμού της, ήταν βαθιά συναισθηματική και ολότελα αυθεντική. Ο μονόλογός της, στο πρώτο μέρος του έργου, ενδεχομένως να αποτέλεσε και το πιο ευχάριστο σημείο της παράστασης.








Τον θίασο της παράστασης απάρτιζαν, επίσης, η απολαυστική Χριστίνα Τσάφου με την καλλίφωνη Στέλλα Γκίκα, που υποδύθηκαν τις αφελείς, αλλά αξιαγάπητες φίλες της Ωρελί, η Γεωργία Καλλέργη, η οποία ενσάρκωσε την καυστική Ζοζεφίν και τέσσερις, ταλαντούχοι ηθοποιοί, που ερμήνευσαν επιτυχώς τους διεφθαρμένους εχθρούς του Σαγιό: Ο Πρόδρομος Τοσουνίδης, ο Στάθης Μαντζώρος, ο Κώστας Καζάκας και ο Γιάννης Σιαμσάρης.





Επίλογος:

Δεδομένης της επικαιροποίησης και της σοβαρότητας του έργου, ο Ζαν Ζιρωντού προβλημάτισε για ακόμη μια φορά το κοινό, ενώ το παρότρυνε να προασπίζεται τις θεμελιώδεις του αξίες, ενάντια στην επικρατούσα, ηθική παρακμή.

Παρόλα αυτά, η παράσταση απέτυχε να αναπαραστήσει την ιστορία της Ωρελί με τη σοβαρότητα που της άρμοζε, μολονότι η δουλειά των περισσότερων συντελεστών κρίθηκε έως και αξιέπαινη. Δυστυχώς, η υπέρ το δέον παιδικότητα, που απέπνεε συνολικά το θέαμα, προκάλεσε αμφιθυμικά αισθήματα στους θεατές, οι οποίοι είχαν θέσει υψηλά τον θεατρικό τους «πήχυ» για την πολυαναμενόμενη αυτή παράσταση.


Διαβάστε και τις υπόλοιπες κριτικές:

Σχόλια

Διαβάστε ακόμη