Πώς ξεκίνησε ο εθνικός διχασμός που χώρισε την Ελλάδα σε βασιλικούς και αντιβασιλικούς. Ο βομβαρδισμός των ανακτόρων από την Αντάντ, το πογκρόμ σε βάρος των βενιζελικών και το κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη
Την 1η Δεκεμβρίου 1916, οι συμμαχικές δυνάμεις βομβάρδισαν από το Φάληρο την Αθήνα. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε αρνηθεί να ταχθεί στο πλευρό των Αγγλογάλλων και να παραδώσει πολεμικό υλικό στον Γάλλο αντιναύαρχο Φουρνιέ. Ο βασιλιάς είχε παντρευτεί την Σοφία, την αδελφή του τελευταίου Γερμανού αυτοκράτορα (Κάιζερ) και δεν ήθελε να ταχθεί κατά των Γερμανών στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γι’ αυτό υποστήριζε με επιμονή την πολιτική της ουδετερότητας.
Τελικά η βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών ήρθε σε συμφωνία με την Αντάντ, που απομάκρυνε τα στρατεύματα της από την πρωτεύουσα. Ωστόσο, τις επόμενες ημέρες σημειώθηκε ένα απίστευτο πογκρόμ με επιθέσεις και δολοφονίες υποστηρικτών του Ελευθερίου Βενιζέλου που είχε εγκαταστήσει την δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Οι φιλοβασιλικοί θεώρησαν ότι υπεύθυνος της εισβολής στην Αθήνα ήταν ο κρητικός πολιτικός. Τα γεγονότα αυτά, αν και διαδραματίστηκαν τον Δεκέμβριο, έμειναν γνωστά ως Νοεμβριανά διότι το χρονικό διάστημα αυτό ανήκε στον μήνα Νοέμβριο σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο.
Η Ελλάδα του εθνικού διχασμού Το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η Ελλάδα είχε υπογράψει σύμφωνο αμοιβαίας υποστήριξης με τη Σερβία. Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και στις Κεντρικές Δυνάμεις προσχώρησαν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία, τόσο τα εδάφη της Σερβίας όσο και της Ελλάδας βρίσκονταν σε κίνδυνο. Η αναγκαιότητα ενός Βαλκανικού μετώπου ήταν άμεση και ο ηγέτης των Φιλελευθέρων ζήτησε την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο.
Ο Βελιζέλος έδωσε την έγκριση στην «Εγκάρδια Συμμαχία» να αποβιβάσει τα στρατεύματά της στη Θεσσαλονίκη και ήρθε σε έντονη διαφωνία με τον βασιλιά Κωνσταντίνο που επέμενε στην ουδετερότητα για να αποφύγει τη σύγκρουση με την Γερμανία του Κάιζερ. Χαρακτηριστικά έλεγε ότι «το ελληνικό το αίμα είναι λιγοστό! Για να το χύσουμε για χάρη σας, κύριοι της Αντάντ, θα πρέπει να γνωρίζουμε ποια θα είναι τα ανταλλάγματα».
Η διαφωνία μεταξύ Βασιλιά και Πρωθυπουργού οδήγησε δύο φορές στην παραίτηση της Κυβέρνησης Βενιζέλου και τον διορισμό φιλοβασιλικών πρωθυπουργών. Αυτό όμως που ξεχείλισε το ποτήρι των βενιζελικών ήταν η εισβολή των Γερμανοβουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία και η παράδοση στις 26 Μαΐου 1916 του Ρούπελ σε Βουλγαρικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα παραδόθηκε αμαχητί όλο το Δ΄ Σώμα Στρατού, το οποίο αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στη Γερμανία στην πόλη Γκέρλιτς. Κάτω από αυτές τις εκρηκτικές συνθήκες τον Αύγουστο του 1916, δημιουργήθηκε το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχε η πεποίθηση ότι η Κυβέρνηση των Αθηνών αδιαφορούσε για τη Μακεδονία και δεν έκανε τίποτα μπροστά στην επικείμενη εθνική καταστροφή. Η αρχηγία του κινήματος δόθηκε στον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος όμως για να την αναλάβει έθεσε ως όρο τη συμμετοχή στρατιωτικών μονάδων στο κίνημα. Τελικά, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μετά από περιοδεία στρατολογίας στα νησιά, έφτασε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε τη διοίκησή των δυνάμεων της Εθνικής Αμύνης. Ένα κλίμα γενικευμένου διχασμού είχε αρχίσει να γεννιέται. Η επίσημη κυβέρνηση είχε τον έλεγχο της νότιας Ελλάδας και η προσωρινή κυβέρνηση έλεγχε τη βόρεια Ελλάδα και τα νησιά.
Τα αιματηρά γεγονότα της 18ης Νοεμβρίου Οι συμμαχικές δυνάμεις ήταν στο πλευρό του Βενιζέλου, παρόλο που δεν αναγνώρισαν την προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Απαίτησαν όμως από τη βασιλική κυβέρνηση παράδοση πολεμικού υλικού ισοδύναμου με αυτού του ελληνικού Οχυρού Ρούπελ, το οποίο το υπουργείο Στρατιωτικών είχε παραδώσει στη Βουλγαρία.
Η Αντάντ αμφισβήτησε την ουδετερότητα του βασιλιά Κωνσταντίνου και υποπτευόταν μυστική συμφωνία του με τη Γερμανία του Κάιζερ που ήταν συγγενής του. Στις 3 Νοεμβρίου, ο Γάλλος αντιναύαρχος Νταρτίζ ντυ Φουρνιέ έστειλε επιστολή στην κυβέρνηση Λάμπρου, ζητώντας τον αφοπλισμό του ελληνικού στόλου και μεγάλου μέρους του στρατιωτικού οπλισμού. Ως αντάλλαγμα, θα εγγυούταν την ασφάλεια του τμήματος εκείνου της Ελλάδας που επιθυμούσε να παραμείνει ουδέτερο στον Μεγάλο Πόλεμο.
Η κυβέρνηση έξι μέρες αργότερα απάντησε αρνητικά. Στις 11 Νοεμβρίου με νέο τηλεγράφημα ο Φουρνιέ δήλωσε πως «μέχρι 18 – 11 – 1916 ζητώ 10 ορειβατικάς πυροβολαρχίας. Μη λαμβάνων ικανοποίησιν θα ευρεθώ εις την ανάγκην να λάβω από της 18ης τα μέτρα άτινα θα συνεπήγετο η κατάστασις». Η κυβέρνηση αρνήθηκε ακόμη μία φορά και ο αντιναύαρχος έθεσε προθεσμία για τον αφοπλισμό. Στις 18 Νοεμβρίου, μετά την άρνηση της Ελλάδας να παραδώσει αντιτορπιλικά, σιδηροδρόμους και λιμάνια, αγκυροβόλησε στον όρμο του Κερατσινίου και στη Σαλαμίνα γαλλική μοίρα με 69 πλοία.
Γάλλοι κι Βρετανοί στρατιώτες προχώρησαν στην Αθήνα για την κατάληψη στρατηγικών θέσεων, στη λεωφόρο Συγγρού, στην Πειραιώς και στον Ελαιώνα. Αν και η παρουσία αγγλογαλλικών στρατευμάτων ήταν κίνηση επίδειξης δύναμης, η κατάληξη δεν ήταν η καλύτερη. Τα συμμαχικά στρατεύματα ήρθαν αντιμέτωπα με τους φιλοβασιλικούς Συνδέσμους Επιστράτων, οργανωτής των οποίων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς και άρχισε μια αιματηρή σύγκρουση.
Η πρώτη μάχη δόθηκε στις 11:30 του πρωί στο Στρατόπεδο Ρουφ , στη συνέχεια στη γέφυρα Πουλόπουλου και γενικεύτηκε σε περιοχές της Ακρόπολης και του Ζαππείου. Οι συμμαχικές δυνάμεις αποχώρησαν και ο γαλλικός στόλος από το Φάληρο βομβάρδισε τα Ανάκτορα, το Παγκράτι και αποθήκες όπλων στα Λιόσια. Η κατάπαυση του πυρός έγινε όταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ήρθε τελικά σε συμφωνία με την Αντάντ. Οι υλικές ζημιές όμως ήταν τεράστιες, όπως και ο αριθμός των θυμάτων, όπου 82 Έλληνες και 194 Σύμμαχοι έχασαν τη ζωή τους.
Ο «Μεφιστοφελής της Θεσσαλονίκης» και η απάντηση του πρωθυπουργού Λάμπρου Ο Αθηναϊκός Τύπος την επόμενη μέρα «έριξε» την ευθύνη των αιματηρών συμπλοκών και του βομβαρδισμού στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μεταξύ άλλων, η εμημερίδα «Εμπρός» έγραφε ότι «ο κ. Βενιζέλος εν Θεσσαλονίκη θ΄αλαλάξη εκ χαράς. Διότι επέτυχε τέλος πάντων χθες να θέση αντιμέτωπον την Ελλάδα προς τας Δυνάμεις της Αντάντ. Όλος εκείνος ο συκοφαντικός θόρυβος, όλαι εκείναι αι καταγγελίαι, όλοαι εκαίναι αι ατιάσεις, δεν είχον άλλον σκοπόν ειμή τούτο. Αφού αυτός εχωρίσθη της Ελλάδος, η Ελλάς αυτή έπρεπε με πάντα τρόπον να καταστεί εχθρά των Άγγλο-Γάλλων.
Διότι η δική του Ελλάς, η ψευδή Ελλάς, η Ελλάς ανευφ των Ελλήνων, δεν ηδύνατο να ζήση εάν η αληθής δεν περιεπλέκετο εις έριδα μαζύ των». Παράλληλα ανέφερε ότι ο ναύαρχος Φουρνιέ είχε αρχικά συμφωνήσει με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο μόνο την παράδοση «ορειβατικών τηλεβόλων». Μετά την επίσκεψή του όμως στη Θεσσαλονίκη, ζήτησε περισσότερα.
Η ιδέα βέβαια ήταν του Βενιζέλου, όπως ανέφερε η εφημερίδα που τον χαρακτήρισε ως «Μεφιστοφελήν της Θεσσαλονίκης» και συνέχισε πως «το επιχείρημα ότι οι Βούλγαροι έλαβον υλικόν πολέμου παρά της Ελλάδος εις το Ρούπελ και την Καβάλλαν είνε της επινοίας του και εγράφη εις τας εφημερίδας του».
Μετά την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από την Αθήνα, επικράτησε μια άναρχη κατάσταση. Για τις επόμενες τρεις μέρες φιλοβασιλικοί κατέστρεψαν σπίτια και λεηλάτησαν μαγαζιά υποστηρικτών του Βενιζέλου. Κακοποίησαν και σκότωσαν 35 φιλοβενιζελικούς πολίτες και πραγματοποίησαν εκτεταμένες συλλήψεις ύποπτων και στελεχών του Ελ. Βενιζέλου. Ο πρωθυπουργός, Σπυρίδων Λάμπρος, για να δικαιολογήσει τις διώξεις κατά των οπαδών του Βενιζέλου δήλωσε πως «τακτοποιούμε τα του οίκου μας».
Τα αντίποινα των συμμαχικών δυνάμεων Οι Γάλλοι ονόμασαν τα Νοεμβριανά του 1916, «Ελληνικό Εσπερινό». Ο αντιναύαρχος Λουί Νταρτίζ ντυ Φουρνέ τιμωρήθηκε και απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα το, ισχυριζόμενος ότι η ιδέα της εισβολής ήταν δική του.
Για τους Συμμάχους, ο Βασιλιάς Κωνστανίνος ήταν «ο πιο μισητός άνθρωπος στην Ευρώπη μετά τον Κάιζερ». Η Αντάντ αναγνώρισε εν μέρει την Προσωρινή Κυβέρνηση και προχώρησε σε ναυτικό αποκλεισμό της νότιας Ελλάδας, με αποτέλεσμα να παραλύσει το εμπόριο και ο κόσμος να λιμοκτονήσει. Στις 25 Νοεμβρίου 1916 η «Τριανδρία» και η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, κήρυξαν με ειδικό διάγγελμα έκπτωτο τον Βασιλιά Κωνσταντίνο. Τον Αύγουστο του 1917 αποχώρησε τελικά από την Ελλάδα, όταν η χώρα είχε ήδη κηρύξει πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Καλωσήρθατε στον χώρο σχολίων του Αντικειμενικότητα. Να θυμάστε ότι κάθε άποψη είναι δεχτή εκτός αν προσβάλει ή θίγει τον άλλον όποτε παρακαλώ ο σχολιασμός σας να είναι κόσμιος.