Το δυστύχημα/έγκλημα στα Τέμπη μέσα από τα μάτια ενός νεαρού δημοσιογράφου


Ήταν 28 Φεβρουαρίου 2023 και είχα μόλις επιστρέψει από την πρακτική μου στην ΕΡΤ. Ήμουν κουρασμένος, όπως κάθε βράδυ, αφού η μέρα ήταν γεμάτη ειδήσεις, ενημερώσεις, διορθώσεις κειμένων και αναζήτηση της «τέλειας γραμμής» που θα έδινε την ουσία στους αναγνώστες μας. 

Το κεφάλι μου βούιζε από το συνεχές γράψε-σβήσε, αλλά το συναίσθημα της δημιουργικότητας δεν με εγκατέλειπε ποτέ. Εκείνη τη νύχτα, όταν έπεσα για ύπνο, δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό που θα μάθαινα την επόμενη μέρα.

Το πρωί ξύπνησα, όπως πάντα, και πριν καν σηκωθώ από το κρεβάτι, άνοιξα το κινητό μου για να διαβάσω τις πρωινές ειδήσεις. Το βλέμμα μου κόλλησε σε έναν τίτλο: «Σοβαρό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη – Σύγκρουση δύο τρένων, οι πρώτες πληροφορίες». Στην αρχή ένιωσα ένα μούδιασμα, σαν να μην μπορούσα να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της τραγωδίας. Όταν κατάλαβα τι είχε συμβεί, ήξερα πως η μέρα στην πρακτική θα ήταν διαφορετική.

Παρόλα αυτά, μέχρι να βγω από το σπίτι και να κατευθυνθώ στον σταθμό του μετρό, για λίγο το είχα ξεχάσει. Με ένοιαζε να είμαι στην ώρα μου, όπως κάθε μέρα. Μόλις όμως έφτασα στη δουλειά, η πραγματικότητα με χτύπησε κατάμουτρα. Η ατμόσφαιρα στη σύνταξη ήταν βουβή, βαριά. Όλοι κοιτούσαμε τις οθόνες μας, διαβάζαμε λεπτομέρειες, ψάχναμε φωτογραφίες, βίντεο, πληροφορίες. Ο χρόνος κυλούσε παράξενα αργά.

Η σκέψη που με σόκαρε περισσότερο ήταν το πόσο κοντά θα μπορούσα να είμαι εγώ και ο πατέρας μου σε μια τέτοια τραγωδία. Τα καλοκαίρια, ανεβαίνουμε στο χωριό μας με το τρένο. Τόσες ώρες ταξίδι, σε βαγόνια που τώρα συνειδητοποιούσα πόσο παλιά και ανασφαλή ήταν και ένα σιδηροδρομικό δίκτυο που δεν διαθέτει στοιχιώδεις συστήματα ασφάλειας όπως τηλεδοιήκηση, σύστημα ETCS όλα δουλεύεουν χειροκίνητα αντί αυτόματα όπως σε μια αναπτυγμένη χώρα. Μου ήταν αδιανόητο ότι στη θέση αυτών των ανθρώπων θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς όπως επίσης κάποιος δικός μου. Όλοι μας θα μπορούσαμε να είμαστε σε αυτό το τρένο.

Οι εικόνες που έφταναν από τον τόπο της τραγωδίας ήταν τρομακτικές. Φλόγες, συντρίμμια, άνθρωποι που αναζητούσαν τους δικούς τους. 

 Ήταν αδύνατο να μην αισθανθώ έναν κόμπο στο στομάχι, μια οργή που προσπαθούσα να κρύψω καθώς δούλευα. Τι έφταιξε; Ποιος έφταιξε; Ερωτήματα που αιωρούνταν παντού και απαντήσεις που δεν μπορούσαν να δοθούν.

Λίγες μέρες μετά, οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν κόσμο. Χιλιάδες διαδηλωτές, φωνές, πανό που ζητούσαν δικαιοσύνη. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τόσο έντονα την οργή του κόσμου να ξεσπά. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς είχαν απεργίες, κάτι που επηρέασε και την καθημερινότητά μου. Τον τελευταίο μήνα της πρακτικής, ο Μάρτιος, δυσκολευόμουν ακόμη και να φτάσω στη δουλειά. Οι μέρες ήταν χαοτικές – κλειστοί δρόμοι, ταραχές, φωνές.

Στην ΕΡΤ, εκείνο τον μήνα, δεν μιλούσαμε σχεδόν για τίποτα άλλο. Ο απολογισμός του δυστυχήματος ήταν βαρύς, τόσο για εμάς που γράφαμε όσο και για την κοινωνία που προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της. Ένιωθα πως, ως δημοσιογράφος, έπρεπε να κάνω το καλύτερο που μπορούσα για να δώσω φωνή σε όσους έχασαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, σε όσους πονούσαν.

Στις 31 Μαρτίου, την τελευταία μέρα της πρακτικής μου, κοιτώντας πίσω, δεν μπορούσα να ξεχάσω αυτή τη διαδρομή. Το δυστύχημα στα Τέμπη δεν ήταν απλώς μια τραγική είδηση. Ήταν μια υπενθύμιση της ευθύνης που έχουμε όλοι – είτε είμαστε δημοσιογράφοι, είτε πολίτες, είτε υπεύθυνοι για τη ζωή των άλλων.

Μπορεί να είμαι ένας νεαρός δημοσιογράφος, αλλά εκείνες οι μέρες με σημάδεψαν για πάντα. Με έμαθαν να κοιτάζω πίσω από τις λέξεις, να νιώθω πίσω από τους αριθμούς και να καταλαβαίνω πως, στο τέλος της ημέρας, κάθε είδηση αφορά ανθρώπους. Και οι άνθρωποι αυτοί έχουν όνομα, πρόσωπο και ιστορία.

Σχόλια

Διαβάστε ακόμη