Στα Παρασκήνια: Ο Κώστας Μπακογιάννης, μετά από δύο θητείες στον Δήμο Αθηναίων, θα ήταν ο διάδοχος του Μητσοτάκη στην προεδρία της παράταξης* Ο Μητσοτάκης θα πάει σε εκλογές μόνο για εθνικό θέμα* Εγκαταλειμμένες οι τοπικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ* Και ένα κουίζ (για πολύ μυημένους): Ποιος πολιτικός της γαλάζιας παράταξης είχε τις απαιτούμενες υπογραφές για να κατέβει για πρόεδρος και τελικά δεν το έκανε ποτέ;


Αποκαλύπτουμε όλα τα πολιτικά παρασκήνια! Από τους διαδρόμους της Βουλής και τα υπουργικά γραφεία, μέχρι τις μυστικές συναντήσεις σε πρεσβείες και τα παζάρια στα κομματικά επιτελεία. Μάθε πρώτος για τις αθέατες διαπραγματεύσεις, τις κρυφές συμμαχίες και τις εσωτερικές πληροφορίες που διαμορφώνουν το πολιτικό σκηνικό, για να είσαι πάντα ένα βήμα μπροστά από τις εξελίξεις!

Καλή σας ημέρα φίλες και φίλοι αγαπητοί αναγνώστες και ένα καλό και όμορφο Σαββατοκύριακο!

Ξεκινάμε τα σημερινά παρασκήνια με τον ανασχηματισμό, και όπως κάθε φορά, η εικόνα που βλέπουμε είναι αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη να παίζει μουσικές καρέκλες με τους υπουργούς του. 

Η αλήθεια είναι πως ο ανασχηματισμός είναι κάτι παραπάνω από αλλαγές προσώπων. Είναι μια στρατηγική κίνηση που απαιτεί τη δημιουργία ενός νέου δυναμικού, νέων προσώπων που θα αναδείξουν μια πιο ισχυρή και αποτελεσματική κυβέρνηση. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, μοιάζει περισσότερο με την αλλαγή ενός προπονητή στην ποδοσφαιρική ομάδα που, αντί να φέρει νέους παίκτες, προσπαθεί να αλλάξει τους ίδιους χωρίς να επιλύει τα βασικά προβλήματα της ομάδας.

Όπως μια ομάδα που, αν δεν ενισχυθεί με τα κατάλληλα πρόσωπα, ακόμα κι αν αλλάξεις θέσεις και ρόλους, δεν πρόκειται να φτάσει σε νίκες, έτσι και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, παρά τις ανασχηματισμούς, δεν μπορεί να καλύψει τα βαθιά προβλήματα που έχουν αναδειχθεί, όπως η κοινωνική δυσαρέσκεια και η αποδοκιμασία μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. 

Οι αλλαγές στα πρόσωπα είναι ελάχιστες όταν το πολιτικό κεφάλαιο και η εμπιστοσύνη του κόσμου έχουν ήδη καταρρακωθεί. Δεν αρκούν οι αλλαγές σε υπουργικές θέσεις για να ανατρέψουν την εικόνα που έχει δημιουργηθεί.

Μοναδική λύση για να διορθωθεί αυτή η κατάσταση φαίνεται να είναι οι εκλογές. Ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι αν πάει σε εκλογές, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην καταφέρει να εξασφαλίσει αυτοδυναμία.

Η Νέα Δημοκρατία, κυρίως λόγω της κρίσης που προκάλεσε το έγκλημα στα Τέμπη, φαίνεται να έχει φθαρεί σοβαρά στα μάτια των πολιτών. Αν δεν καταφέρει να πείσει το εκλογικό σώμα για τη συνέχιση της διακυβέρνησης, τότε κινδυνεύει ακόμα και να χάσει τις εκλογές. 

Αυτός είναι και ο λόγος που προς το παρόν προσπαθεί να αποφεύγει τις εκλογές, αλλά οι εξελίξεις και η πίεση από την κοινωνική αντιπολίτευση φαίνεται πως τον οδηγούν ολοένα και πιο κοντά στην αναπόφευκτη αυτή απόφαση...
Ο Μητσοτάκης θα πάει σε εκλογές μόνο για εθνικό θέμα
Μαθαίνω ότι, παρά τα τεράστια και πιεστικά ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης – από τη λαϊκή αντίδραση για το έγκλημα των Τεμπών μέχρι την ανεξέλεγκτη ακρίβεια που έχει γονατίσει τα ελληνικά νοικοκυριά – φαίνεται πως το μοναδικό γεγονός που μπορεί πραγματικά να τον οδηγήσει σε εκλογές είναι ένα εθνικό θέμα. Και συγκεκριμένα, η συνδιαχείριση του Αιγαίου με την Τουρκία.

Η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια πρωτοφανή κρίση. Η κοινωνία βράζει, οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν συνεχώς φθορά της Νέας Δημοκρατίας, οι αποκαλύψεις για το κράτος-παρακράτος που στήθηκε τα προηγούμενα χρόνια συνεχίζονται, και ο Μητσοτάκης έχει πλέον χάσει τον έλεγχο της ατζέντας. 

Η κοινωνική δυσαρέσκεια για τα Τέμπη δεν έχει καταλαγιάσει, όπως κάποιοι περίμεναν, και μάλιστα οι κινητοποιήσεις για την τραγωδία του Μαρτίου 2023 δείχνουν ότι το ζήτημα όχι μόνο δεν ξεχάστηκε, αλλά παραμένει ανοιχτή πληγή. Παράλληλα, η ακρίβεια σε βασικά αγαθά, οι εξωφρενικές τιμές στα ενοίκια και η διαρκής επιβάρυνση των πολιτών από την πολιτική της κυβέρνησης έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα ασφυξίας.

Όλα αυτά, όμως, δεν φαίνεται να αρκούν για να οδηγήσουν τον Μητσοτάκη σε πρόωρες εκλογές. Η στρατηγική του είναι να εξαντλήσει την τετραετία, ελπίζοντας ότι η φθορά θα μειωθεί και ότι η κυβέρνηση θα καταφέρει να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ωστόσο, υπάρχει ένα σενάριο που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα και να τον οδηγήσει σε κάλπες: η συνδιαχείριση του Αιγαίου.

Όσοι γνωρίζουν τα παρασκηνιακά παιχνίδια που παίζονται εδώ και καιρό στο διπλωματικό επίπεδο, λένε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη δεσμευθεί – αν όχι σε συμφωνία, τουλάχιστον σε μια διαδικασία που οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. 

Οι επαφές με την τουρκική ηγεσία είναι συνεχείς, οι πιέσεις από το εξωτερικό – κυρίως από την Ουάσινγκτον και το Βερολίνο – είναι ασφυκτικές, και το σχέδιο για τη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στο Αιγαίο βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην υλοποίηση απ’ ό,τι νομίζει η κοινή γνώμη.

Αν ο Μητσοτάκης επιχειρήσει να περάσει μια τέτοια συμφωνία, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τεράστιες αντιδράσεις, όχι μόνο από την κοινωνία, αλλά και από το ίδιο του το κόμμα. 

Ήδη, στα ενδότερα της Νέας Δημοκρατίας, υπάρχουν ισχυρές φωνές που προειδοποιούν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να διαλύσει την παράταξη. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: για να αποφύγει τη φθορά και να «νομιμοποιήσει» μια τέτοια κίνηση, ο Μητσοτάκης μπορεί να επιλέξει να πάει σε εκλογές με το δίλημμα «συνδιαχείριση ή απομόνωση».

Σε μια τέτοια περίπτωση, θα επιδιώξει να παρουσιαστεί ως ο ηγέτης που παίρνει δύσκολες αλλά «αναγκαίες» αποφάσεις για το καλό της χώρας. Θα επιχειρήσει να χτίσει ένα αφήγημα υπευθυνότητας, όπου η δική του προσέγγιση θα είναι η μόνη «ρεαλιστική» και «ευρωπαϊκή», ενώ οι αντίπαλοί του θα χαρακτηρίζονται ως λαϊκιστές και ανεύθυνοι εθνικιστές.

Το ερώτημα, όμως, είναι αν η κοινωνία θα δεχθεί μια τέτοια κίνηση. Η ελληνική κοινή γνώμη παραμένει εξαιρετικά ευαίσθητη στα εθνικά θέματα και μια συμφωνία για το Αιγαίο δεν θα περάσει εύκολα. Ειδικά σε ένα περιβάλλον όπου η κυβέρνηση έχει ήδη απαξιωθεί στα μάτια μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος, μια τέτοια πρωτοβουλία θα μπορούσε να αποτελέσει το οριστικό της τέλος.

Ο Μητσοτάκης παίζει με τη φωτιά. Αν αποφασίσει να πάει σε εκλογές με αφορμή το Αιγαίο, θα ρισκάρει να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα εθνικό κύμα αντίδρασης που μπορεί να του στοιχίσει πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ζήτημα της επικαιρότητας. Και αν κάτι έχει δείξει η ελληνική ιστορία, είναι ότι στα εθνικά θέματα, οι πολιτικοί ηγέτες που κάνουν το λάθος να υποτιμήσουν το λαϊκό αίσθημα, πληρώνουν το τίμημα πολύ ακριβά.
Ο Κώστας Μπακογιάννης, μετά από δύο θητείες στον Δήμο Αθηναίων, θα ήταν ο διάδοχος του Μητσοτάκη στην προεδρία της παράταξης
Μου λένε ότι όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσιζε να κατεβάσει τον ανιψιό του, Κώστα Μπακογιάννη, για τον Δήμο Αθηναίων το 2019, δεν ήταν μια απλή επιλογή τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο διαδοχής. 

Ο Μητσοτάκης είχε στο μυαλό του ότι ο Μπακογιάννης θα έμενε για δύο θητείες στον Δήμο Αθηναίων, θα εδραιωνόταν ως ένας από τους κεντρικούς παίκτες της γαλάζιας παράταξης, και όταν ο ίδιος αποφάσιζε ότι ήρθε η ώρα να αποχωρήσει από την πρωθυπουργία, θα τον στήριζε για να γίνει ο επόμενος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας.

Όλα έδειχναν να πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Κώστας Μπακογιάννης είχε την πλήρη στήριξη του συστήματος Μητσοτάκη, είχε στα χέρια του τον πιο εμβληματικό δήμο της χώρας και η προβολή του από τα φιλοκυβερνητικά μέσα ήταν συνεχής. Ήταν η νέα γενιά της δυναστείας Μητσοτάκη που ετοιμαζόταν να πάρει τα ηνία. Ωστόσο, το 2023 το καλοστημένο αυτό σχέδιο δέχθηκε ένα ισχυρό χτύπημα – και μάλιστα από εκεί που δεν το περίμενε κανείς.

Ο Χάρης Δούκας, ένας παντελώς άγνωστος μέχρι τότε στο ευρύ κοινό, εμφανίστηκε ως αντίπαλος του Μπακογιάννη για τον Δήμο Αθηναίων. Και δεν ήταν ένας απλός αντίπαλος. Με τις ευλογίες του τότε προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και νυν του Κινήματος Δημοκρατίας, Στέφανου Κασσελάκη, ο Δούκας κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο και, προς γενική έκπληξη, να κερδίσει.

Το κρίσιμο σημείο ήταν η στάση του Κασσελάκη στον πρώτο γύρο των εκλογών. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι στηρίζει όλους τους «προοδευτικούς υποψηφίους», στέλνοντας έτσι το μήνυμα ότι ο κόσμος που ακολουθούσε τον ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να στραφεί προς τον Δούκα. 

Και αυτό ακριβώς έγινε καθώς στον δεύτερο γύρο, οι ψηφοφόροι που είχαν υποστηρίξει υποψηφίους της αντιπολίτευσης συσπειρώθηκαν γύρω από τον Δούκα, φέρνοντας το τέλος της πολιτικής κυριαρχίας του Μπακογιάννη στον Δήμο Αθηναίων.

Η ήττα αυτή δεν ήταν απλώς μια απώλεια μιας δημοτικής θέσης. Ήταν ένα στρατηγικό πλήγμα για το σχέδιο διαδοχής του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο Κώστας Μπακογιάννης, αντί να ετοιμάζεται για την επόμενη μέρα στη Νέα Δημοκρατία, βρέθηκε εκτός εξουσίας, χωρίς ρόλο, χωρίς επιρροή, και με ένα ισχυρό πολιτικό πλήγμα που δύσκολα θα ξεπερνούσε.

Και εδώ αρχίζουν τα ερωτήματα. Αν ο Μπακογιάννης είχε κερδίσει, θα τον βλέπαμε στις επόμενες εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας ως βασικό διεκδικητή της ηγεσίας; Ήταν έτοιμος ο Κυριάκος Μητσοτάκης να τον χρίσει διάδοχό του; Και μήπως, τελικά, η πολιτική ήττα του ανιψιού του επιτάχυνε τις εξελίξεις και για τον ίδιο;

Όπως και να έχει, η ιστορία αυτή απέδειξε ότι οι πολιτικές δυναστείες μπορεί να έχουν σχέδια, αλλά πολλές φορές η πραγματικότητα τους τα ανατρέπει. Και στην προκειμένη περίπτωση, το όνομα που ανέτρεψε τα σχέδια της οικογένειας Μητσοτάκη δεν ήταν άλλο από εκείνο του Στέφανου Κασσελάκη.
Εγκαταλειμμένες οι τοπικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ
Έχω παρατηρήσει ότι οι τοπικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη τη χώρα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λειτουργίας και εγκατάλειψης. Τα γραφεία τους παραμένουν κλειστά και αδρανή, και η εικόνα που αποπνέουν είναι αυτή ενός κόμματος που έχει αρχίσει να φθίνει και να χάνει τη σύνδεση με τις βάσεις του. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της φθοράς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στον Κορυδαλλό. Παρά το γεγονός ότι στη σελίδα του ΣΥΡΙΖΑ Κορυδαλλού στο Facebook αναφέρεται ότι τα γραφεία του κόμματος είναι ανοιχτά καθημερινά από τις 18:00 έως τις 20:00, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Τα γραφεία παραμένουν κλειστά και κανείς δεν φαίνεται να τα επισκέπτεται, γεγονός που επιβεβαιώνει την απομάκρυνση του κόμματος από την τοπική κοινωνία.

Αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στον Κορυδαλλό, αλλά φαίνεται ότι επηρεάζει πολλές περιοχές, όπου οι τοπικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν πια τη δυναμική που είχαν στο παρελθόν. Η εγκατάλειψη των γραφείων και η αδυναμία τους να λειτουργήσουν αποτελεσματικά δείχνουν με σαφήνεια τη φθορά του κόμματος και την απομάκρυνση των στελεχών του από την καθημερινότητα του κόσμου. Το κόμμα, που κάποτε φαινόταν να έχει μια ισχυρή σύνδεση με τη βάση του, τώρα μοιάζει αποκομμένο και αποδυναμωμένο.

Μάλιστα, μου έχει μεταφερθεί από έγκυρη πηγή ότι το τοπικό συντονιστικό του ΣΥΡΙΖΑ Κορυδαλλού, πριν τη διάσπαση του κόμματος στο συνέδριο του Νοεμβρίου, είχε προτείνει να κλείσουν τα γραφεία, καθώς τα έξοδα λειτουργίας τους ήταν υπερβολικά υψηλά και τα πλήρωναν κυρίως τα μέλη του συντονιστικού. Από το ρεύμα και το ενοίκιο των γραφείων μέχρι τις υπόλοιπες καθημερινές ανάγκες, οι υπεύθυνοι του συντονιστικού ανέλαβαν πλήρως το οικονομικό βάρος. Παράλληλα, υπήρξαν μέλη της τοπικής οργάνωσης που υποστήριζαν την ομάδα των «87», οι οποίοι αντέτειναν σφοδρά στην πρόταση για κλείσιμο, παρότι οι ίδιοι δεν έδιναν ούτε ένα ευρώ για τα έξοδα.

Η ένταση που επικρατούσε εκείνες τις μέρες ήταν εμφανής και οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι και στην απέναντι καφετέρια. Η σύγκρουση ήταν έντονη, καθώς η ομάδα που υποστήριζε τον Στέφανο Κασσελάκη ήταν εκείνη που τελικά επικράτησε και είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στην τοπική οργάνωση. Όμως, η πρόταση να κλείσουν τα γραφεία δεν πέρασε, και ο ΣΥΡΙΖΑ Κορυδαλλού συνέχισε να λειτουργεί με την ίδια προβληματική κατάσταση.

Το κλείσιμο των γραφείων του ΣΥΡΙΖΑ στον Κορυδαλλό δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ένα σύμπτωμα μιας ευρύτερης κρίσης που πλήττει το κόμμα σε τοπικό επίπεδο. Η αδυναμία των οργανώσεων να λειτουργήσουν, η έλλειψη ενεργών μελών και η απομάκρυνση από τις τοπικές κοινότητες δείχνουν μια βαθιά κρίση, που δεν περιορίζεται μόνο στις εσωτερικές διαμάχες και τις συγκρούσεις για την ηγεσία του κόμματος, αλλά και στην έλλειψη στρατηγικής για την ανασυγκρότηση της βάσης του.

Σε κάθε περίπτωση, η εγκατάλειψη των τοπικών γραφείων και η έλλειψη ενδιαφέροντος για την καθημερινή λειτουργία του κόμματος αποτελούν σίγουρα ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα για τον ΣΥΡΙΖΑ, και αν δεν υπάρξει άμεση αντίδραση και ανανέωση, το κόμμα κινδυνεύει να χάσει την επαφή του με τις τοπικές κοινωνίες και να δει τις οργανώσεις του να εκφυλίζονται.
Κουίζ (για πολύ μυημένους): Ποιος πολιτικός της γαλάζιας παράταξης είχε τις απαιτούμενες υπογραφές για να κατέβει για πρόεδρος και τελικά δεν το έκανε ποτέ;
Μου ψιθύρισαν ότι το 2016, όταν η Νέα Δημοκρατία έψαχνε τον επόμενο πρόεδρό της, η μάχη είχε φαινομενικά τέσσερις βασικούς πρωταγωνιστές: τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Άδωνι Γεωργιάδη και τον Απόστολο Τζιτζικώστα. 

Όμως, πίσω από τις κλειστές πόρτες και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, υπήρχε ακόμα ένα πρόσωπο που είχε συγκεντρώσει τις απαιτούμενες υπογραφές για να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος, αλλά την τελευταία στιγμή αποφάσισε να κάνει πίσω.

Το συγκεκριμένο πρόσωπο βέβαια δεν έμεινε 
πολιτικά ανενεργό. Αντίθετα, το 2019 αποφάσισε να ασχοληθεί με την τοπική αυτοδιοίκηση, όπου κατέβηκε και κέρδισε. Το 2023, μάλιστα, ήταν έτοιμος να διεκδικήσει εκ νέου τη θέση του, έχοντας την απόλυτη στήριξη των ψηφοφόρων του, όμως η μοίρα – ή καλύτερα, το Μέγαρο Μαξίμου – είχε άλλα σχέδια. 

Εν μέσω μιας εθνικής τραγωδίας, με τη χώρα να φλέγεται από καταστροφικές πυρκαγιές, ένα προσωπικό του περιστατικό ήρθε στο φως της δημοσιότητας και αυτό ήταν αρκετό για να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος έλαβε την απόφαση να τον αποκλείσει από την εκλογική μάχη, τοποθετώντας αντ’ αυτού ένα άλλο, πιο «ελεγχόμενο» πρόσωπο.

Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα λένε ότι αυτή η απόφαση του πρωθυπουργού δεν ήταν απλώς μια αντίδραση στο περιστατικό που διέρρευσε, αλλά μια καλά σχεδιασμένη εκδίκηση για όσα είχαν συμβεί το 2016. 

Γιατί, αν ο συγκεκριμένος πολιτικός είχε τολμήσει τότε να κατέβει, η μάχη για την προεδρία της ΝΔ θα μπορούσε να είχε πάρει μια εντελώς διαφορετική τροπή. Ίσως, δηλαδή, σήμερα να μην ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρωθυπουργός, αλλά κάποιος άλλος.

Το παρασκήνιο αυτό αποτελεί ένα ακόμα επεισόδιο στο διαρκές παιχνίδι εξουσίας μέσα στη Νέα Δημοκρατία, όπου οι εσωτερικές συγκρούσεις και οι προσωπικές φιλοδοξίες σπάνια ξεχνιούνται. 

Γιατί στην πολιτική, ειδικά σε ένα κόμμα όπως η ΝΔ, τίποτα δεν μένει αναπάντητο. Και αν κάποιος τόλμησε κάποτε να αμφισβητήσει την κυριαρχία της οικογένειας Μητσοτάκη, αργά ή γρήγορα θα το πλήρωνε.

Σχόλια

Διαβάστε ακόμη