28η Οκτωβρίου 1940: 80 χρόνια από το ηρωικό «ΟΧΙ» των Ελλήνων




Το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 βρίσκει την Αθήνα να ξυπνά με τις σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας και όλους τους Έλληνες να ζητωκραυγάζουν το ηχηρό «ΟΧΙ» του Ι. Μεταξά στη φασιστική Ιταλία.

Η απόφαση για την επίθεση κατά της Ελλάδας ελήφθη στις 15 Οκτωβρίου 1940 από το Ιταλικό Πολεμικό Συμβούλιο, παρουσία του Μουσολίνι και παρά τις αντιρρήσεις πολλών από τους παρισταμένους για την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπιζόταν η επιχείρηση. 

Ο «Ντούτσε» ήθελε μία νίκη για να μπει στο μάτι του Χίτλερ, που είχε εκφράσει τις επιφυλάξεις για μία επίθεση κατά της Ελλάδας. Πίστευε ότι η χώρα μας ήταν ο εύκολος στόχος. «Το μόνο μας εμπόδιο είναι οι λασπωμένοι δρόμοι» τον είχαν διαβεβαιώσει οι επιτελείς του.

 Ως ημέρα της επίθεσης ορίσθηκε η 26η Οκτωβρίου, αλλά ο Μουσολίνι τη μετέθεσε για τις 28 Οκτωβρίου, προκειμένου να συμπέσει με τη 18η επέτειο της Πορείας προς τη Ρώμη, που έφερε τους φασίστες στην εξουσία.

Στην Αθήνα έφθαναν σωρηδόν οι πληροφορίες για επικείμενη ιταλική επίθεση. Στο Υπουργικό Συμβούλιο της 25ης Οκτωβρίου ο Μεταξάς ενημέρωσε τους υπουργούς του για την κατάσταση και τους διαβεβαίωσε ότι η στρατιωτική προπαρασκευή της χώρας είχε προχωρήσει ικανοποιητικά. Η αλήθεια ήταν ότι η χώρα μας ήταν σχεδόν ανοχύρωτη προς την πλευρά της Αλβανίας και με ελλιπείς στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς το βάρος είχε δοθεί στα σύνορα με τη Βουλγαρία.


Η ζωή, εν τω μεταξύ, στην πρωτεύουσα κυλούσε στους δικούς της ρυθμούς. Το κοσμικό και πολιτιστικό γεγονός των ημερών ήταν η πρεμιέρα της όπερας του Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάι» από τη νεοσύστατη Λυρική Σκηνή. Την παράσταση θα τιμούσε ο γιος του συνθέτη, γεγονός που είχε κινητοποιήσει την κοσμική Αθήνα. Ο πρεσβευτής της Ιταλίας Εμμανουέλε Γκράτσι είχε καλέσει τον Μεταξά σε γεύμα μετά την παράσταση. Ο δικτάτορας αρνήθηκε («είναι δυσάρεστο για τον καθένας μας να δεχθεί το φιλί του Ιούδα» σημείωνε στο ημερολόγιό του») και έδωσε την εντολή σε μόνο δύο υπουργούς να παρακολουθήσουν την παράσταση.

Αναχώρηση για το μέτωποΤο βράδυ της 27ης Οκτωβρίου ο Ιταλικό Πρακτορείο Ειδήσεων «Στέφανι» εξαπολύει επίθεση εναντίον της Ελλάδας, στην οποία απαντά το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η ελληνική ηγεσία πιστεύει ότι η ιταλική επίθεση είναι ζήτημα ωρών. Ο αρχηγός του ΓΕΣ Αλέξανδρος Παπάγος επικοινωνεί με τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ενώ ενημερώνεται και ο Μεταξάς.

Τα άσχημα μαντάτα δεν θα αργήσουν. Στις 3 τα ξημερώματα της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου, ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Γκράτσι θα συναντηθεί τελικά με τον Μεταξά, αλλά για να του επιδώσει στο σπίτι του στην Κηφισιά τελεσίγραφο, με το οποίο ο Μουσολίνι απαιτούσε από την Ελλάδα να μην εμποδίσει το στρατό του να καταλάβει ορισμένες στρατηγικές θέσεις στη χώρα μας. 

Η κυβέρνηση των Αθηνών είχε διορία τρεις ώρες για να δώσει την απάντησή της. Ωστόσο, αυτή ήταν αυτονόητη για τον δικτάτορα: «Donc, Monsieur c'est la guerre» («Λοιπόν, Κύριέ μου έχουμε πόλεμο!»). Με αυτές τις φράσεις στα Γαλλικά ειπώθηκε το ΟΧΙ από τον Μεταξά, που απηχούσε τις διαθέσεις του ελληνικού λαού. Αμέσως μετά, ο Μεταξάς ενημέρωσε τον άγγλο πρέσβη Πάλερετ και ζήτησε τη βοήθεια του Ηνωμένου Βασιλείου.


Οι Ιταλοί δεν περίμεναν την εκπνοή του τελεσιγράφου. Ο αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα έδωσε την εντολή για προσβολή των ελληνικών θέσεων από τις 5 το πρωί. Την ώρα αυτή σημειώθηκε και η πρώτη ελληνική απώλεια. Ο 27χρονος πεζικάριος Βασίλειος Τσιαβαλιάρης από τα Τρίκαλα, που υπηρετούσε σε φυλάκιο της ελληνοαλβανικής μεθορίου, σκοτώθηκε από θραύσμα ιταλικού όλμου. Η ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε με εισβολή ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων στους τομείς της Πίνδου και της Ηπείρου (από το Γράμμο μέχρι το Ιόνιο) και με τοπικές συμπλοκές στην περιοχή της ΒΔ Μακεδονίας. Ο ιταλός αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα είχε στη διάθεσή του 135.000 άνδρες και ο έλληνας ομόλογός του Αλέξανδρος Παπάγος μόλις 35.000.

Στις 9:30 το πρωί πραγματοποιούνται και οι πρώτοι αεροπορικοί βομβαρδισμοί στον Πειραιά και το Τατόι δίχως συνέπειες, ενώ στην Πάτρα θα υπάρξουν νεκροί. Βομβαρδίστηκαν, ακόμη, η Διώρυγα της Κορίνθου και η ναυτική βάση της Πρέβεζας. Το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου ο Μουσολίνι γεμάτος καμάρι ανακοίνωνε στο Χίτλερ, με τον οποίον συναντήθηκε στη Φλωρεντία, την επίθεση κατά της Ελλάδας.

Ελληνοαλβανικά σύνοραΤο ΟΧΙ γίνεται δεκτό με πρωτοφανή ενθουσιασμό απ' όλο τον ελληνικό λαό, που ξυπνά στις 6 το πρωί από τους συριγμούς των σειρήνων και ξεχύνεται στους δρόμους, κρατώντας τη γαλανόλευκη. Οι στρατεύσιμοι ετοιμάζονταν για το μέτωπο «με το χαμόγελο στα χείλη» και το ραδιόφωνο μετέδιδε διαρκώς το περίφημο πρώτο ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της 5:30 πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Η απόφαση της Ελλάδας να αντισταθεί προκαλεί αυθημερόν εκδηλώσεις θαυμασμού, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και τις χώρες της Κοινοπολιτείας. Σταδιακά αρχίζουν να καταφθάνουν δεκάδες μηνύματα συμπαράστασης, με πρώτο αυτό του βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιου ΣΤ', που τονίζει: «Η υπόθεσίς σας είναι και ιδική μας υπόθεσις». Στο ίδιο μήκος κύματος και το τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ: «Θα σας παράσχομεν όλην την δυνατήν βοήθειαν μαχόμενοι εναντίον του κοινού εχθρού και θα μοιρασθώμεν την κοινήν νίκην».

Οι ΗΠΑ, που ήταν εκτός πολέμου, εξέφρασαν απλώς τη λύπη τους δια του Προέδρου Ρούζβελτ, ενώ η Σοβιετική Ένωση παρέμεινε «άφωνη», αφού δεσμευόταν από το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ. Σε αντίθεση, ο Τουρκικός Τύπος δεν φείσθηκε διθυραμβικών επαίνων για το «ΟΧΙ». Η «Ικδάμ» έγραφε στις 29 Οκτωβρίου «Ζήτω η Ελλάς! Είμαστε υπερήφανοι, που έχουμε σύμμαχο ένα τέτοιο έθνος», ενώ η «Βακίτ» ανέφερε την Ελλάδα ως «αλησμόνητο για όλο τον κόσμο παράδειγμα γενναιότητας».

4 ήρωες του Εληηνοιταλικού πολέμου


Κωνσταντίνος Δαβάκης






Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, από τις θρυλικές μορφές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (1940-1941).

Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης γεννήθηκε το 1897 στα Κεχριάνικα Λακωνίας και ήταν γιος του δασκάλου Δαβάκη. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ανθυπολοχαγός Πεζικού το 1916. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του συμπλήρωσε τη στρατιωτική του κατάρτιση στη γαλλική Σχολή Αρμάτων και την Ανώτερη Σχολή Πολέμου των Παρισίων.


Πήρε μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και πολέμησε στις μάχες του Σκρα (17 Μαΐου 1918) και της Δοϊράνης (5 Σεπτεμβρίου 1918), όπου η υγεία του υπέστη βαρύτατη βλάβη από ασφυξιογόνα οβίδα. Προβιβάσθηκε σε λοχαγό επ’ ανδραγαθία το 1918. Με αίτησή του ζήτησε και πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία και τιμήθηκε με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας για τη γενναιότητα που επέδειξε στη μάχη των υψωμάτων του Αλμπανός.

Από το 1922 έως το 1937 υπηρέτησε σε μονάδες πεζικού και επιτελικές θέσεις, ενώ συνέγραψε εγχειρίδια στρατιωτικής ιστορίας και τακτικής τεθωρακισμένων. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους της ιδέας της μηχανοκίνησης του πεζικού και της χρησιμοποίησης των αρμάτων ως κύριου όπλου για τη διάσπαση και καταδίωξη του εχθρού. Αποστρατεύτηκε στις 30 Δεκεμβρίου του 1937, με το βαθμό του συνταγματάρχη, λόγω της επιβαρυμένης υγείας του.


Ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία τον Αύγουστο του 1940 και τοποθετήθηκε διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, που αποτελείτο από το 51ο Σύνταγμα Πεζικού και διάφορες μικρομονάδες. Όταν εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940, αντιμετώπισε με τους 2.000 άνδρες του την επίλεκτη 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζιούλια», που αριθμούσε πάνω από 10.000 στρατιώτες. Στις πρώτες κρίσιμες στιγμές του πολέμου αναγκάστηκε να συμπτύξει τις δυνάμεις του για να αντιμετωπίσει τις υπέρτερες ποσοτικά και ποιοτικά δυνάμεις του εχθρού και κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο, ενώ από την 1η Νοεμβρίου πέρασε στην αντεπίθεση, όταν έφθασαν οι ενισχύσεις από την 1η Μεραρχία Πεζικού. Την επομένη, κατά τη διάρκεια αναγνωριστικής επιχείρησης, ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος και τέθηκε εκτός μάχης.


Τον Δεκέμβριο του 1942 συνελήφθη από τις ιταλικές αρχές κατοχής, ως ύποπτος συμμετοχής σε αντιστασιακή ομάδα μαζί με άλλους αξιωματικούς. Όλοι μαζί επιβιβάστηκαν στην Πάτρα στο ατμόπλοιο «Città di Genova» («Πόλη της Γένοβας»), με σκοπό να μεταφερθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία. Το πλοίο, όμως, τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο στις 21 Ιανουαρίου του 1943 και βυθίστηκε στα ανοιχτά των αλβανικών ακτών, με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι οι επιβαίνοντες. Το πτώμα του Δαβάκη αναγνωρίστηκε και τάφηκε στην Αυλώνα (Βλόρε) της Αλβανίας. Μεταπολεμικά τα οστά του μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στην Αθήνα.

Σε πανηγυρική συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών (Μάρτιος του 1948) τού απονεμήθηκε μεταθανάτια το αργυρό μετάλλιο της αυτοθυσίας. Το όνομά του φέρουν πλατείες (Καλλιθέα, Νίκαια) και δρόμοι σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Αλέξανδρος Διάκος





Αξιωματικός του Πεζικού, ο πρώτος πεσών Έλληνας αξιωματικός κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.

Ο Αλέξανδρος Διάκος γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Χάλκη της Δωδεκανήσου το 1911 και μεγάλωσε στη Ρόδο, όπου περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Από μαθητής ακόμη, έδειξε γενναιότητα ­ψυχής και ελληνικό φρόνημα. Κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Κατοχής της Δωδεκανήσου, συνελήφθη και κρατήθηκε, όταν σε επέτειο της 25ης Μαρτίου κατέβασε την ιταλική σημαία από το ελληνικό γυμνάσιο της Ρόδου και ανάρτησε την ελληνική.

Το 1930 εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα. Αποφοίτησε το 1934 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού και τοποθετήθηκε στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού της Λάρισας. Το 1937 αποσπάσθηκε στην αεροπορία και μετά από διετή φοίτηση έλαβε το πτυχίο του αεροπόρου παρατηρητή.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος τον βρήκε διοικητή του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 4ου συντάγματος Πεζικού της Λάρισας. Το τάγμα του ανήκε στις πρώτες μονάδες που έσπευσαν να ενισχύσουν το Μικτό Απόσπασμα Πίνδου, που διοικούσε ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης και δεχόταν το βάρος της ιταλικής επίθεσης. Έτσι, την 31η Οκτωβρίου 1940 στρατοπέδευσε με το λόχο του στο μικρό χωριό Ζούζουλη της Καστοριάς, που βρίσκεται στη Βόρεια Πίνδο, σε υψόμετρο 1060 μέτρων.

Το πρωί της 1ης Νοεμβρίου, στο πλαίσιο της ελληνικής αντεπίθεσης, λαμβάνει τη διαταγή να επιτεθεί και να καταλάβει την Τσούκα, ένα απότομο και καλυμμένο βουνό, που ορθώνεται δυτικά της Ζούζουλης και το οποίο κατείχαν οι Ιταλοί Αλπινιστές. 

Η επίθεση ξεκινά με τους άνδρες του λόχου του να σκαρφαλώνουν στις απότομες ράχες τής Τσούκας ακροβολισμένοι με τον Διάκο μπροστά, όταν ξαφνικά ακούγεται το κροτάλισμα των ιταλικών πολυβόλων και οπλοπολυβόλων. Οι έλληνες στρατιώτες συνεχίζουν την εφόρμησή τους και με τη λόγχη των όπλων τους καταλαμβάνουν το ύψωμα.

Όμως, θα κρατηθεί για λίγο, καθώς μία ισχυρή ιταλική αντεπίθεση αναγκάζει το λόχο να αναδιπλωθεί στη βάση της κορυφής. «Πρέπει να ξαναπάρουμε το ύψωμα», φωνάζει ο Διάκος στους φαντάρους του κι επί κεφαλής του λόχου σε μία θυελλώδη εξόρμηση ξαναπαίρνει την Τσούκα, για να συμπτυχθεί και πάλι στη βάση του υψώματος κατόπιν νέας ισχυρής ιταλικής αντεπίθεσης. Ο Διάκος και πάλι δεν απελπίζεται.

Στις 12 το μεσημέρι συγκεντρώνει για τρίτη φορά τους άνδρες τού λόχου του και τους ωθεί για νέα επίθεση. «Εμπρός, παιδιά, για μια ελεύθερη Ελλάδα και για μια ελεύθερη Δωδεκάνησο» τους φωνάζει και ορμάει με τους άνδρες του με τη λόγχη εφ’ όπλου κατά των Ιταλών. Η πρώτη εχθρική γραμμή καταλαμβάνεται και πάλι.

Ο λόχος συνεχίζει την επίθεση, όταν ξαφνικά ο Διάκος αντικρίζει απέναντί του ένα ιταλικό πολυβόλο. «Προσέξατε, κύριε υπολοχαγέ», του φωνάζει ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ελευθέριος Ντάσκας. Όρθιος ο Διάκος σημαδεύει με το όπλο του τον ιταλό πολυβολητή, αλλά το ξερό κροτάλισμα του πολυβόλου συνεχίζεται και ο Διάκος πέφτει νεκρός. Είναι ο πρώτος έλληνας αξιωματικός, που πέφτει στο πεδίο της μάχης στα βουνά της Πίνδου. Οι άνδρες του συνεχίζουν την επίθεση και με τη βοήθεια και άλλων ελληνικών τμημάτων καταλαμβάνουν οριστικά την Τσούκα.

Η σωρός του Διάκου μεταφέρθηκε και τάφηκε στο μικρό νεκροταφείο της Ζού­ζουλης. Το ελληνικό κράτος τίμησε τον ηρωικό αξιωματικό και τον προήγαγε στο βαθμό του λοχαγού επ’ ανδραγαθία. Οδοί με το όνομά του υπάρχουν στην πόλη της Ρόδου, στην Αθήνα, στη Λάρισα, τα Ιωάννινα και την Τρίπολη. Άγαλμά του, έργο του γλύπτη Κώστα Βαλσάμη, έχει στηθεί στην πόλη της Ρόδου.

Μαρδοχαίος Φριζής





Συνταγματάρχης Πεζικού, ο πρώτος ανώτερος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, που έπεσε επί του πεδίου της μάχης κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (1940-1941).

Ο Μαρδοχαίος Φριζής γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1893 στη Χαλκίδα, στους κόλπους μιας πολυμελούς οικογένειας Ρωμανιωτών Εβραίων. Ο Ιάκωβος και η Ιόπη Φριζή είχαν 13 παιδιά (12 αγόρια κι ένα κορίτσι).


Το όνειρό του από μαθητής ήταν να γίνει στρατιωτικός, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, που προτιμούσε να ασχοληθεί με τις εμπορικές επιχειρήσεις της οικογένειας. Έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά απέτυχε. Γράφτηκε με βαριά καρδιά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, προς μεγάλη ικανοποίηση του πατέρα του, που τουλάχιστον θα τον καμάρωνε δικηγόρο.

Όμως, η επιμονή του να γίνει στρατιωτικός δεν τον εγκατέλειπε και το 1916 κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό. Σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών και εξήλθε αυτής με τον βαθμό του λοχία. Σχεδόν αμέσως προήχθη στο βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού, λόγω της πανεπιστημιακής του μόρφωσης.

Ο Φριζής πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και διακρίθηκε στα πεδία των μαχών, με αποτέλεσμα να μονιμοποιηθεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Τον Ιανουάριο του 1919 συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα που πολέμησε τους Μπολσεβίκους στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Διοικητής της μονάδας του ήταν ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας.

Τον Αύγουστο του 1919 η μονάδα του μεταφέρθηκε στη Σμύρνη και έλαβε ενεργό μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο Φριζής προήχθη σε υπολοχαγό, προτού συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους τον Αύγουστο του 1922. Επειδή δεν ήταν χριστιανός, οι Τούρκοι προσφέρθηκαν να τον απελευθερώσουν αμέσως. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους συμπολεμιστές του και παρέμεινε σε αιχμαλωσία μέχρι τον Αύγουστο του 1923, οπότε αφέθηκε ελεύθερος μετά την ανταλλαγή αιχμαλώτων.

Με την επάνοδό του στην Ελλάδα προήχθη σε λοχαγό και εστάλη στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε τη Σχολή Πολέμου της Γαλλίας. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στην Ελλάδα και αφού φοίτησε και την ελληνική Σχολή Πολέμου, προβιβάσθηκε στο βαθμό του ταγματάρχη. Στη συνέχεια μετατέθηκε στη γενέτειρά του ως εκπαιδευτής στη Σχολή Πεζικού.

Στα τέλη της δεκαετίας του '30 προήχθη στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη και την άνοιξη του 1940 τοποθετήθηκε στο επιτελείο της VIII Μεραρχίας στα Γιάννινα. Μόλις ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 υπηρετούσε ως διοικητής αποσπάσματος στον τομέα Καλαμά - Νεγράδων και στη συνέχεια ως διοικητής του αποσπάσματος Αώου της VIII Μεραρχίας.


Με τους άνδρες του αντέταξε σθεναρή άμυνα στον επιτιθέμενο εχθρό, με αποτέλεσμα την ανάσχεση της ιταλικής προέλασης και στη συνέχεια την αναστροφή του μετώπου. Είναι αυτός που συνέλαβε τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους (15 αξιωματικούς και 700 οπλίτες) και επέφερε συντριπτικό πλήγμα στην περίφημη Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια».

Κατά την αντεπίθεση του ελληνικού στρατού μέσα στο αλβανικό έδαφος ως διοικητής ανεξάρτητης μεραρχίας ανέτρεψε τα τμήματα της ιταλικής μεραρχίας «Μόντενα» και άνοιξε τον δρόμο για την κατάληψη της Πρεμετής στις 4 Δεκεμβρίου 1940. Την επόμενη ημέρα διατάχθηκε να καταλάβει τον λόφο 1220 στα βορειοανατολικά της Πρεμετής. Στις 11:20 το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου μία βόμβα εχθρικού αεροπλάνου τον χτύπησε στο στομάχι κι ενώ ήταν έφιππος, προσπαθώντας να εμψυχώσει και να καθοδηγήσει τους στρατιώτες του, καθώς ανέμεναν ιταλική αντεπίθεση. Λίγη ώρα αργότερα, οι άνδρες του τον βρήκαν να κείτεται νεκρός.

Ο Μαρδοχαίος Φριζής διαβάστηκε από ορθόδοξο ιερέα, ελλείψει ραβίνου, και τάφηκε στην Πρεμετή. Με το άγγελμα του θανάτου, ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς έστειλε στη χήρα και τα τρία παιδιά του συλλυπητήριο τηλεγράφημα και ανακήρυξε τον Φριζή «Ήρωα της Ελλάδας». Ο Φριζής προήχθη σε συνταγματάρχη επ’ ανδραγαθία στις 15 Απριλίου 1941, αναδρομικά από την ημέρα του θανάτου του.

Το 2002 τα οστά του αναγνωρίσθηκαν και στις 23 Οκτωβρίου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ενταφιάστηκαν στο Ισραηλιτικό Νεκροταφείο της πόλης. Στη θρησκευτική τελετή χοροστάτησε ο συνονόματος εγγονός του, ραβίνος της Θεσσαλονίκης τότε. 

Ο Φριζής έχει τιμηθεί με πολλά μετάλλια, τόσο εν ζωή, όσο και μεταθανάτια. Προτομές του έχουν τοποθετηθεί έξω από το Πολεμικό Μουσείο στο Καλπάκι, στη γενέτειρά του τη Χαλκίδα και το Πολεμικό Μουσείο Αθηνών.
Ο Μαρδοχαίος Φριζής υπήρξε ένας από τους 12.898 Ελληνοεβραίους που υπηρέτησαν στις ένοπλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-1941. Οι απώλειές τους ανήλθαν σε 513 νεκρούς και 3.743 τραυματίες.

Βασίλειος Τσιαβαλιάρης





Ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης ήταν ο πρώτος νεκρός του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Στρατιώτης της πρώτης γραμμής σκοτώθηκε από θραύσμα όλμου λίγα λεπτά μετά την εκδήλωση της Ιταλικής επίθεσης.

Ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης, γιος του Γιάννη και της Αγόρως, το τέταρτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, γεννήθηκε το 1912 στην Πιαλεία Τρικάλων, ένα χωριό στις παρυφές του Κόζιακα. Όσοι τον γνώρισαν, τον θυμούνται ως ένα παιδί πολύ εργατικό, υπόδειγμα υπομονής, ήθους και καλοσύνης, που ανατράφηκε με λιγοστά υλικά αγαθά, αλλά με τις πατροπαράδοτες ελληνοχριστιανικές αξίες.

Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού από τον Σεπτέμβριο του 1933 έως το Νοέμβριο του 1934 και μετά την απόλυσή του επέστρεψε στο χωριό του, όπου δημιούργησε την δική του οικογένεια. Με την σύζυγό του Ελένη απέκτησε τρία παιδιά, τον Νικόλαο, τον Γεώργιο και την Αλεξάνδρα.

Στις 22 Ιουλίου 1940, κλήθηκε και πάλι στα όπλα στο πλαίσιο της περιορισμένης έκτασης επιστράτευσης, που διέταξε ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, επειδή η φασιστική Ιταλία είχε εισέλθει στο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και ενόψει της διαφαινόμενης επίθεσης κατά της χώρας μας. Κατετάγη στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού, και από εκεί στο 51ο Σύνταγμα Πεζικού για να πάρει στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1940 θέση στο Επταχώρι στην πρώτη γραμμή.

Παραμονές της Ιταλικής επίθεσης υπηρετούσε στο Απόσπασμα Πίνδου υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη. Η στρατιωτική αυτή μονάδα, που ήταν συγκροτημένη από Τρικαλινούς και Καρδιτσιώτες φαντάρους, είχε πάρει αμυντική διάταξη στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο Τσιαβαλιάρης, μαζί με άλλους συμπατριώτες του, ανέλαβαν να υπερασπιστούν το 21ο φυλάκιο των Ελληνοαλβανικών Συνόρων στο ύψωμα Γκόλιο κοντά στην Πυρσόγιαννη.


Στις 5:30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 εκδηλώθηκε η Ιταλική επίθεση, μισή ώρα πριν από την λήξη του τελεσιγράφου προς τον Μεταξά. Το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να βάλει και το πεζικό πέρασε στην ελληνική πλευρά. Το φυλάκιο, που υπεράσπιζε ήταν ένας από τους πρώτους στόχους του εχθρού.

Εκεί στο χαράκωμα με το οπλοπολυβόλο στο χέρι ο Βασίλειος Τσιαβαλιάρης, έπεσε νεκρός από θραύσμα όλμου. Σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολεμιστών του καθώς ξεψυχούσε πρόλαβε να ψελίσει «Πάν’ τα παιδούλια μ’». Ήταν ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης που θυσιάστηκε για την πατρίδα στο έπος του 40.

Το πανεπιστήμιο Αθηνών, 60 χρόνια μετά, το 2000 έστησε τον ανδριάντα του στη γενέτειρά του, την Πιαλεία Τρικάλων, και κάθε χρόνο γίνεται τοπική γιορτή προς τιμήν του, τα «Τσιαβαλιάρεια», στην οποία, παράλληλα, τιμώνται και όλοι όσοι πολέμησαν στο έπος του 40.


Πηγή:SanSimera.gr

Σχόλια

Διαβάστε ακόμη