Κλήσεις Επιτροπής Θεσμών για τις υποκλοπές
Ως ο πρώτος γύρος της αναμενόμενης σκληρής αντιπαράθεσης στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, που θα συνεδριάσει αύριο για την υπόθεση των παρακολουθήσεων, εκλαμβάνεται από τα κοινοβουλευτικά κόμματα η σημερινή Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία θα αποφασίσει τη διαδικασία της συνεδρίασης της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
Ήδη επιστολές – προσκλήσεις για να προσέλθουν στην επιτροπή εστάλησαν στον τέως γραμματέα του πρωθυπουργού Γρηγόρη Δημητριάδη, στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο, στους εισαγγελείς εφετών Βασιλική Βλάχου και Κωνσταντίνο Τζαβέλα, στον νυν διοικητή της ΕΥΠ Θεμιστοκλή Δεμίρη, στον τέως και στους πρώην διοικητές της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα, Γιάννη Ρουμπάτη και Θεόδωρο Δραβίλλα. Ο αριθμός των προσκληθέντων προεξοφλεί μαραθώνια συνεδρίαση, η οποία πιθανότατα δεν θα ολοκληρωθεί σε μία ημέρα.
Στο επίκεντρο της σημερινής Διάσκεψης των Προέδρων αναμένεται να βρεθεί το ζήτημα του απορρήτου, η τήρηση ή η μη τήρηση του οποίου προκάλεσε αντιπαράθεση στις δύο προηγούμενες συνεδριάσεις της επιτροπής και την αιχμηρή παρέμβαση του προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα.
Από την πλευρά της Ν.Δ. επιμένουν ότι ο Κανονισμός της Βουλής είναι σαφής όσον αφορά τη λειτουργία της συγκεκριμένης επιτροπής και τη μυστικότητα της διαδικασίας. Υπογραμμίζουν, επίσης, ότι δεν μπορεί να γίνεται δημόσιος διάλογος για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μια μυστική υπηρεσία, καθώς εκ των πραγμάτων αυτό αναιρεί τη φύση της λειτουργίας της και υπονομεύει την αποτελεσματικότητά της.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, από το κυβερνών κόμμα θα επιμείνουν και σήμερα ότι δεν μπορούν να ισχύσουν κατ’ εξαίρεσιν πρόνοιες, αλλά θα πρέπει να τηρηθούν τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό της Βουλής.
Στον αντίποδα, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ θα επιμείνουν και σήμερα αλλά και αύριο, στη συνεδρίαση της επιτροπής, ότι θα πρέπει να δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις για την υπόθεση των παρακολουθήσεων και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμφωνία για δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων που θα ρίξουν φως στην υπόθεση και δεν θα αφήσουν σκιές περί συγκάλυψης.
Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, που έχει το προβάδισμα του άμεσα ενδιαφερομένου, μια και η υπόθεση αφορά τον πρόεδρό του Νίκο Ανδρουλάκη, υπογραμμίζουν ότι η απόλυτη τήρηση του απορρήτου της διαδικασίας επί της ουσίας αφήνει σκιές γύρω από τον Νίκο Ανδρουλάκη, καθώς μπορεί να αναπτύσσονται αυθαίρετα διάφορες θεωρίες για τον λόγο που παρακολουθείτο και να μη δίνονται ουσιαστικές απαντήσεις.
Έτσι, από τη Χαριλάου Τρικούπη θα προσέλθουν και στη σημερινή διαδικασία με αίτημα να κοινοποιηθεί ο φάκελος για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη. Επιμένουν, δηλαδή, στο αίτημα που εξαρχής έχουν διατυπώσει, να γνωστοποιηθούν οι λόγοι παρακολούθησης.
Στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν δεδομένο ότι η Ν.Δ. θα επιμείνει στην τήρηση του απορρήτου στο πλαίσιο της επιτροπής. Έτσι, προσανατολίζονται να ζητήσουν άρση του απορρήτου ένα βήμα πριν από την Επιτροπή Θεσμών. Να αρθεί το απόρρητο από την ίδια την ΕΥΠ, να γίνει αποχαρακτηρισμός τους και να δοθούν ως μη απόρρητα, πλέον, τα επίμαχα έγγραφα.
Για την Κουμουνδούρου το αίτημα αφορά τους υπηρεσιακούς φακέλους για τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη, αλλά και το αρχείο καταστροφής υλικού της τελευταίας περιόδου, καθώς, όπως αναφέρουν σχετικά, υπάρχει η υποψία ότι βρίσκεται σε εξέλιξη προσπάθεια να συγκαλυφθούν και άλλα στοιχεία για παρακολουθήσεις.
Από την πλευρά της Βουλής βρίσκεται στο τραπέζι η πρόταση να ζητηθεί από τους βουλευτές που συμμετέχουν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας να αφήσουν εκτός αιθούσης τα κινητά τηλέφωνά τους, ώστε να μην υπάρχει ενδεχόμενο καταγραφής ή μετάδοσης πληροφοριών της συνεδρίασης ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη.
Την ανάγκη της σωστής ενεργοποιήσης της πολιτικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης υπογραμμίζει σε άρθρο του ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος εν μέσω του σκανδάλου των υποκλοπών.
Σε άρθρο του με τίτλο «Τα κατά το Σύνταγμα "essentialia negotii" της πολιτικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης» που δημοσιεύτηκε στο Constitutionalism.gr, ο κ. Παυλόπουλος υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι «ο αντικειμενικός χαρακτήρας της πολιτικής ευθύνης καταδεικνύει και ότι η επίδειξη της απαιτούμενης πολιτικής ευαισθησίας, αναφορικά με την κατά περίπτωση ανάληψή της, καθορίζει και την στάθμη της ποιότητας της λειτουργίας του πολιτεύματός μας.»
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, οι μηχανισμοί της ενεργοποίησης της πολιτικής ευθύνης δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «οχυρά» απομείωσης των επιπτώσεών της, και μάλιστα με την προσφυγή στα "προνόμια" της, καταλλήλως για τις περιστάσεις προετοιμασμένης και οργανωμένης, κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Ακολουθεί το άρθρο του Προκόπη Παυλόπουλου:
Πρόλογος
Tα όσα, ορισμένες φορές από αντιφατικά έως ανακριβή, έχουν γραφεί και ακουσθεί με αφορμή τα τεκταινόμενα στην Χώρα μας μετά την εμφάνιση των φαινομένων παραβίασης του κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών εις βάρος πολιτών, αλλ’ ακόμη και θεσμικών παραγόντων της πολιτικής και πολιτειακής μας ζωής, δικαιολογούν, χωρίς αμφιβολία, την ανάγκη διευκρίνισης της έννοιας και της θεσμικής ιδιοσυστασίας της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης κατά το Σύνταγμα. Και τούτο, διότι για μιαν ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι όταν ανακύπτουν ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος, κατά την διάρκεια κρίσιμων περιόδων του δημόσιου βίου στον Τόπο μας, το αυτονόητο δεν είναι πάντοτε και προφανές. Το αντίθετο μάλιστα, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ι. Οι ρυθμίσεις των διατάξεων του Συντάγματος περί πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης
Στο πλαίσιο της Έννομης Τάξης μας το θεσμικό καθεστώς της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης ρυθμίζεται, αμέσως ή εμμέσως, από τις περί αυτής διατάξεις του Συντάγματος, κατ’ εξοχήν δε από τις, μη αναθεωρητέες, διατάξεις που προσδιορίζουν την μορφή του Πολιτεύματος. Και κατ’ ακρίβεια, η έννοια και η θεσμική ιδιοσυστασία της ως άνω πολιτικής ευθύνης επηρεάζονται ιδίως από την μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Α. Οι κυριότερες διατάξεις του Συντάγματος που ρυθμίζουν την πολιτική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης
Συγκεκριμένα, βασικές εν προκειμένω είναι κυρίως οι διατάξεις:
Του άρθρου 1 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά τις οποίες: «Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία». Βεβαίως με την προσθήκη των διατάξεων τόσο της παρ. 2 όσο και της παρ. 3 του κατά τ’ ανωτέρω άρθρου περί Λαϊκής Κυριαρχίας, κατά τις οποίες, αντιστοίχως: «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» και «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Του άρθρου 85 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, κατά τις οποίες: «Η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής».
Και του άρθρου 84 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, κατά τις οποίες: «Τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι Υφυπουργοί είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την ευθύνη των Υπουργών».
α) Εδώ πρέπει να διευκρινισθεί ότι η ρύθμιση του εδ. β΄ του άρθρου 85 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «σε καμία περίπτωση η έγγραφη ή προφορική εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαλλάσσει τους Υπουργούς και τους Υφυπουργούς από την ευθύνη τους», είναι πλήρως παρωχημένη, παραπέμποντας περισσότερο σ’ ένα είδος «νομικού απολιθώματος» παλαιότερων μοναρχικών περιόδων.
β) Αυτό δικαιολογείται από το ότι οι ίδιες οι διατάξεις του Συντάγματος ως προς τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, ήτοι κατά βάση οι διατάξεις των άρθρων 35 επ., αρκούν για να καταδείξουν πως, ούτως ή άλλως, στο πεδίο της σύγχρονης Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας δεν νοείται, έστω και εμμέσως, «έγγραφη ή προφορική εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας» περί απαλλαγής των μελών της Κυβέρνησης και από την πολιτική ευθύνη που τους αναλογεί.
Β. Tα κατά το Σύνταγμα ουσιώδη στοιχεία – «essentialia negotii» – της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης
Δίχως να υποτιμάται η σημασία της αρχής, κατά την οποία «omnis definitio periculosa est», σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, όπως αναλύονται εκτενέστερα στην συνέχεια, πολιτική είναι εκείνη η ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης – του Πρωθυπουργού, των λοιπών μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υφυπουργών – η οποία τους επιβάλλει ν’ ανταποκρίνονται πλήρως στην εμπιστοσύνη της Βουλής. Ιδίως με το ν’ ασκούν τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται κατά περίπτωση τηρώντας, απαρεγκλίτως, πρωτίστως τις επιταγές του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας. Ειδικότερα:
1. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του Συντάγματος που προεκτέθηκαν, η φύση του Κοινοβουλευτικού Πολιτεύματος συνεπάγεται και το ότι η Κυβέρνηση πρέπει να διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
2. Η προαναφερόμενη, λοιπόν, εμπιστοσύνη της Βουλής προς την Κυβέρνηση, με βάση και την αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, σημαίνει πως η Κυβέρνηση ασκεί, συλλογικώς ή ατομικώς εκ μέρους κάθε μέλους της, τις αρμοδιότητες, οι οποίες τους ανατίθενται σύμφωνα με τις κείμενες εκάστοτε ρυθμίσεις της Έννομης Τάξης. Όμως οι αρμοδιότητες αυτές δεν ανατίθενται στην Κυβέρνηση άνευ όρων – αφού κατά τις θεμελιώδεις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εντός αυτής δεν νοείται κρατικό όργανο, το οποίο συμπεριφέρεται ως «princeps legibus solutus» - δοθέντος ότι, όπως προεκτέθηκε, πρέπει ν’ ασκούνται κατά τρόπο απολύτως σύμφωνο ιδίως με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας.
3. Επέκεινα, κάθε φορά που η Κυβέρνηση ασκεί τις αρμοδιότητές της, συλλογικώς ή κατά την δραστηριοποίηση των επιμέρους μελών της, παραβιάζοντας τις επιταγές του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, κατ’ ουσία και κατ’ αποτέλεσμα παραβιάζει και τους όρους, υπό τους οποίους της έχει παραχωρηθεί η εμπιστοσύνη της Βουλής. Τότε ανακύπτει και η αναλογούσα πολιτική ευθύνη είτε της Κυβέρνησης συλλογικώς, είτε του μέλους της εκείνου στο οποίο έχει ανατεθεί η συγκεκριμένη αρμοδιότητα.
ΙΙ. Η ανάληψη και ο καταλογισμός της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης και οι εντεύθεν νομικές και πολιτικές συνέπειες
Τις προϋποθέσεις ανάληψης και, κατά λογική ακολουθία, καταλογισμού της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης προσδιορίζουν, όπως είναι προφανές και ευνόητο, τα ίδια τα θεσμικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της ευθύνης αυτής.
Α. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης και οι συνακόλουθες νομικές επιπτώσεις
Και μόνο το ότι η πολιτική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης – συλλογικώς, κατά τον εκ μέρους της Κυβέρνησης καθορισμό και την κατεύθυνση της γενικής πολιτικής της Χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος και ατομικώς, κατά την άσκηση των επιμέρους αρμοδιοτήτων των μελών της – επέρχεται πρωτίστως ως συνέπεια της μη ανταπόκρισής τους στις υποχρεώσεις που δημιουργεί η προς αυτά εμπιστοσύνη της Βουλής, λόγω άσκησης των αρμοδιοτήτων τους κυρίως κατά παράβαση των επιταγών του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, σημαίνει πως η κατά τ’ ανωτέρω πολιτική ευθύνη είναι, οιονεί εκ φύσεως και εξ ορισμού, αντικειμενική.
1. Το ότι η υπό τ’ ανωτέρω χαρακτηριστικά πολιτική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης είναι αντικειμενική συνεπάγεται, μεταξύ άλλων βεβαίως, πως για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της δεν απαιτείται, επιπροσθέτως, πταίσμα. Δεν απαιτείται δηλαδή και δόλος ή αμέλεια είτε της Κυβέρνησης συλλογικώς είτε συγκεκριμένου μέλους της Κυβέρνησης, αλλ’ αρκεί η συνδρομή των προμνημονευόμενων λόγων ενεργοποίησης της πολιτικής ευθύνης και των συνεπειών της, κατ’ εξοχήν δε των λόγων οι οποίοι συνδέονται με την παράβαση των επιταγών του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας.
α) Πραγματικά, η ίδια η νομική «φυσιογνωμία» του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας στο πεδίο δράσης των κρατικών οργάνων εν γένει, ιδίως δε των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας – όπως είναι και η Κυβέρνηση – επιβάλλει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της εντεύθεν προκύπτουσας ευθύνης των οργάνων τούτων. Με το πρόσθετο, πλην καταλυτικό, επιχείρημα ότι η δράση των κρατικών οργάνων πρέπει, εν πάση περιπτώσει, κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον υπό τις επιμέρους εκφάνσεις του.
β) Είναι δε άκρως αντιπροσωπευτικό της νομικής ορθότητας της προμνημονευόμενης διαπίστωσης π.χ. πως ακόμη και η κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αστική ευθύνη των οργάνων του Δημοσίου είναι αντικειμενική και ενεργοποιείται εφόσον συντρέχει – οπωσδήποτε μαζί με τις λοιπές, από τις κατά τ’ ανωτέρω διατάξεις θεσπιζόμενες, προϋποθέσεις – παρανομία της πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας του in contreto οργάνου του Δημοσίου, δίχως ν’ απαιτείται πταίσμα του.
2. Ο σύμφωνα με τα προαναφερόμενα «essentialia negotii» - φυσικά μεταφορικώς, αφού εδώ δεν πρόκειται για συμβατική δικαιοπρακτική σχέση - αντικειμενικός χαρακτήρας της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης αποκαλύπτει και την διαφορά μεταξύ αυτής και της ποινικής ευθύνης των μελών τούτων, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 86 του Συντάγματος:
Β. Οι μορφές ενεργοποίησης του μηχανισμού της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης σύμφωνα με τον αντικειμενικό χαρακτήρα της
Ως προς τον τρόπο ενεργοποίησης του μηχανισμού της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης και τις εν προκειμένω επιπτώσεις του αντικειμενικού χαρακτήρα της ευθύνης αυτής, κατά τ’ ανωτέρω, παρατηρούνται τα εξής:
1. Πριν από κάθε άλλη επισήμανση πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αντικειμενική πολιτική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης, υπό τα ως άνω χαρακτηριστικά και δεδομένα της, είναι αυστηρώς προσωπική. Άρα δεν μπορεί, κατ’ ουδένα τρόπο – επομένως ούτε και εμμέσως – να μετατεθεί και, εν συνεχεία, να «καταλογισθεί» σε άλλο μέλος της Κυβέρνησης από εκείνο, στο οποίο οφείλεται η πράξη ή η παράλειψη που έχει ως έννομη συνέπεια την δημιουργία της πολιτικής ευθύνης.
α) Τούτο οφείλεται κατά πρώτο λόγο στο ότι, ούτως ή άλλως, οι διατάξεις του Συντάγματος και οι λοιπές ρυθμίσεις της, σύμφωνης με αυτό, εκτελεστικής του νομοθεσίας δεν προβλέπουν τέτοια δυνατότητα μετάθεσης της πολιτικής ευθύνης μέλους της Κυβέρνησης σε άλλο.
β) Επομένως, για κάθε αρμοδιότητα που ασκεί ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, είτε σύμφωνα με το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία είτε επειδή έχει, στο μέτρο που τούτο επιτρέπεται κατά νόμο, επιφυλάξει υπέρ αυτού την συγκεκριμένη αρμοδιότητα και δεν την έχει εκχωρήσει σε άλλο μέλος της Κυβέρνησης, η πολιτική ευθύνη κατά την άσκησή της βαρύνει αυτόν και μόνο.
2. Ως προς τους κυριότερους τρόπους της ενεργοποίησης του μηχανισμού της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης και της αντίστοιχης ανάληψής της παρατηρούνται, συνοπτικώς, τ’ ακόλουθα:
α) Πρώτον, και ανάλογα τόσο με την βαρύτητα της ανακύπτουσας πολιτικής ευθύνης όσο και με το εκάστοτε επίπεδο της πολιτικής ευαισθησίας, την πολιτική ευθύνη μπορεί να την αναλάβουν, με δική τους αποκλειστικώς πρωτοβουλία, είτε η Κυβέρνηση συλλογικώς είτε το βαρυνόμενο μέλος της Κυβέρνησης, φθάνοντας ως και στην παραίτηση, η οποία συνιστά βεβαίως την κορύφωση της προσωπικής ανάληψης της ευθύνης αυτής.
β) Δεύτερον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 επ. του Συντάγματος η Βουλή μπορεί, ανάλογα με την κατά την κρίση της βαρύτητα της ανακύπτουσας πολιτικής ευθύνης, «με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της». Πρόκειται, όπως είναι προφανές, για την πιο σημαντική κοινοβουλευτική διαδικασία καταλογισμού της πολιτικής ευθύνης εις βάρος της Κυβέρνησης ή μέλους της, και λόγω των αδιαμφισβήτητων πολιτειακών και πολιτικών επιπτώσεων που αναφύονται, κατ’ ανάγκην, εν συνεχεία.
γ) Τρίτον, την ενεργοποίηση του μηχανισμού της πολιτικής ευθύνης της Κυβέρνησης, συλλογικώς ή μέλους της, είναι δυνατό να προκαλέσει και η προσφυγή, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 70 παρ. 6) και τις οικείες διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής – κυρίως άρθρα 124 επ. – στις λοιπές ειδικές διαδικασίες Κοινοβουλευτικού Ελέγχου, αφού κατά την διάταξη του άρθρου 124 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής: «Η Κυβέρνηση υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής με τη διαδικασία και τους όρους των επόμενων διατάξεων». Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι την, όποια, αποτελεσματικότητα του μέσω του κατά τ’ ανωτέρω Κοινοβουλευτικού Ελέγχου καταλογισμού της πολιτικής ευθύνης στην Κυβέρνηση συλλογικώς ή σε μέλος της αποδυναμώνει, ουσιωδώς, η καταδήλως υπερέχουσα εν προκειμένω θέση της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Και τούτο παρά τις βελτιώσεις, οι οποίες έχουν προσφάτως επέλθει στον Κανονισμό της Βουλής, ως προς τις «ευχέρειες» της μειοψηφίας στο πλαίσιο άσκησης, από την πλευρά της, του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου (π.χ. δυνατότητα σύστασης Εξεταστικών Επιτροπών, μετά την τελευταία αναθεώρηση του άρθρου 68 παρ. 2 του Συντάγματος).
δ) Τέλος, αξιοσημείωτο ρόλο ως προς την αναζήτηση και την ανάδειξη της ύπαρξης και του μεγέθους της πολιτικής ευθύνης της Κυβέρνησης συλλογικώς ή μέλους της μπορούν να διαδραματίσουν, φυσικά μόνο κατά λόγο αρμοδιότητάς τους, οι επιμέρους Ανεξάρτητες Αρχές. Ιδίως δε εκείνες, οι οποίες είναι κατοχυρωμένες, ρητώς και με ειδικές διατάξεις, από αυτό τούτο το Σύνταγμα. Όμως η κατά τ’ ανωτέρω, έμμεση, συμβολή των Ανεξάρτητων Αρχών στην αναζήτηση και ανάδειξη της ύπαρξης και του μεγέθους της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης δεν επιτυγχάνεται πάντοτε στον βαθμό, ο οποίος αναλογεί στο κύρος τους και στην αποστολή τους, κατά το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία. Με κυριότερη αιτία την ευθεία και ουσιώδη επιρροή της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας στην όλη συγκρότησή τους και την λειτουργία τους.
Συμπερασματικώς – αλλά και εν κατακλείδι - είναι χρήσιμο, ενόψει και της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας στον Τόπο μας, να καταστεί σαφές και το εξής: Πέραν των μηχανισμών, τους οποίους οργανώνει το Σύνταγμα και η εκτελεστική του νομοθεσία ως προς το καθεστώς ενεργοποίησης της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης, ο αντικειμενικός χαρακτήρας της ευθύνης αυτής καταδεικνύει και ότι η επίδειξη της απαιτούμενης πολιτικής ευαισθησίας, αναφορικά με την κατά περίπτωση ανάληψή της, καθορίζει και την στάθμη της ποιότητας της λειτουργίας του Πολιτεύματός μας ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Καλωσήρθατε στον χώρο σχολίων του Αντικειμενικότητα. Να θυμάστε ότι κάθε άποψη είναι δεχτή εκτός αν προσβάλει ή θίγει τον άλλον όποτε παρακαλώ ο σχολιασμός σας να είναι κόσμιος.